Τι σημαίνει το papier στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης papier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του papier στο Γαλλικά.
Η λέξη papier στο Γαλλικά σημαίνει χαρτί, χαρτί, χαρτί, σημειωματάριο, έντυπος, εκτυπωμένος, χοντρό χαρτί, βάζω ταπετσαρία, βάζω ταπετσαρία, ταπετσαρία, στα χαρτιά, χλωμός, ταπετσάρισμα, πρόχειρο χαρτί, χαρτί κουζίνας, καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, χαρτοκόπτης, χαρτοκόπτης, χαρτομάντηλο, φύλλο, χαρτί φίλτρου, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, σαν χαρτί, γραμμένος με μολύβι, γραπτώς, αλουμινόχαρτο, χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα, μολύβι, περιτύλιγμα, κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπ, ταπετσαρία, κόλλα ταπετσαρίας, δίπλωμα χαρτιού, γυαλόχαρτο, εκτύπωση, χαρτί μανίλα, δημοσιογραφικό χαρτί, αλουμινόχαρτο, στουπόχαρτο, βάμμα ηλιοτροπίου, μυγόχαρτο, χαρτί αλληλογραφίας, τσιγαρόχαρτο, ξύλο χαρτοποιίας, σαλιωμένο χαρτάκι, φιτίλι, Μεξικανός λαθρομετανάστης, Μεξικανή λαθρομετανάστρια, αλουμινόχαρτο, χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας, χαρτί γραφήματος, στυπόχαρτο, περιτύλιγμα καραμέλας, καρμπόν, τσιγαρόχαρτο, εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή, χρωματιστό χαρτόνι, χαρτί σχεδίου, περιτύλιγμα δώρου, έντυπη μορφή, χαρτί περιτυλίγματος, μολύβι γραφίτη, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, χαρτονόμισμα, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, χαρτοπολτός, παπιέ μασέ, χαρτί φωτογραφίας, παλιόχαρτο, πισσόχαρτο, ασφαλτόπανο, χαρτί υγείας, χαρτί ιχνογραφίας, χαρτί γραφομηχανής, κοινό χαρτί, χαρτί περυτιλίγματος, χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας, κόψιμο από χαρτί, πεπιεσμένο χαρτί, παπιέ μασέ, φύλλο χαρτί, μεταξόχαρτο, χαρτί ψησίματος, χαρτί κραφτ, φωτοτυπικό χαρτί, σαΐτα, χάρτινο στέμμα, χαρτονένιο στέμμα, γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστές, γραφίτης μολυβιού, υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο, χαρτί από ράκη, κομμάτι χαρτί, κηρόχαρτο, ψευτόμαγκας, λευκό χαρτί, τελάρο, γυαλιστερό διαφανές χαρτί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης papier
χαρτίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai attrapé du papier pour prendre des notes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δώσε λίγο χαρτί στο παιδάκι για να ζωγραφίσει. |
χαρτίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Oui, il y a plein de papier dans la photocopieuse. Ναι, υπάρχει πολύ χαρτί στο φωτοτυπικό μηχάνημα. |
χαρτίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) N'oubliez pas d'ôter le papier avant de manger le chocolat. |
σημειωματάριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έντυποςadjectif invariable (έγγραφο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτυπωμένοςadjectif invariable (livre) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les élèves peuvent choisir entre une version numérique ou papier du livre. |
χοντρό χαρτίnom masculin Nous devrions imprimer les faire-part sur un beau papier épais. |
βάζω ταπετσαρία
Nous avons terminé toute la peinture. Maintenant il ne nous reste plus qu'à tapisser. |
βάζω ταπετσαρία(une pièce) (σε κάτι) J'ai tapissé la chambre mais comme je n'aimais pas les motifs, j'ai peint par-dessus. |
ταπετσαρία(décoration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel joli papier peint ! Il rend bien dans la cuisine. |
στα χαρτιάlocution adverbiale (figuré) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'augmentation de la valeur de la maison lui avait rapporté de l'argent sur le papier, mais il ne pouvait pas en dépenser un sou. Η αύξηση της αξίας του σπιτιού του έδωσε κέρδος μόνο στα χαρτιά, δεν μπορούσε να το εκμεταλλευτεί. |
χλωμός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les filles évitèrent tant le soleil qu'elles eurent l'air pâles. |
ταπετσάρισμα(πέρασμα ταπετσαρίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόχειρο χαρτί
|
χαρτί κουζίνας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai nettoyé la table avec de l'essuie-tout. |
καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάςnom masculin (fam, péj) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαρτοκόπτηςnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαρτοκόπτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαρτομάντηλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait de l'essuie-tout près des lavabos pour se sécher les mains. |
φύλλο(métal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'équipement du vaisseau spatial était recouvert d'une feuille d'or pour être protégé des radiations. Ο εξοπλισμός του διαστημόπλοιου ήταν καλυμμένος με φύλλα χρυσού για να το προστατεύει από την ακτινοβολία. |
χαρτί φίλτρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πέτρα, ψαλίδι, χαρτί(jeu) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σαν χαρτίlocution adjectivale (λεπτός, αδύναμος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραμμένος με μολύβιlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραπτώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous devons mettre ces accords par écrit. Πρέπει να έχουμε τις συμφωνίες αυτές γραπτώς. |
αλουμινόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen mit les pommes de terre dans du papier aluminium avant de les faire braiser. Η Κάρεν τύλιξε τις πατάτες σε αλουμινόχαρτο και τις έψησε στη φωτιά. |
χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La secrétaire a commandé une autre boîte de lettre à en-tête auprès de l'imprimeur. |
μολύβιnom masculin (dessin, écriture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Marilyn dessine le portrait de Lisa au crayon à papier. Η Μέρλιν σκιτσάρει το πορτραίτο της Λίζας με ένα μολύβι. |
περιτύλιγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Glenn a enlevé le papier de la barre chocolatée. |
κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nous avons fait des décorations avec différentes couleurs de papier crépon. |
ταπετσαρίαnom masculin (τοίχου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons décollé le papier peint pour réenduire le mur. Βγάλαμε όλη την ταπετσαρία για να ετοιμάσουμε τον τοίχo για σοβάτισμα. |
κόλλα ταπετσαρίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Une colle à papier peut te durer des semaines si tu penses à la reboucher. |
δίπλωμα χαρτιούnom masculin (χειροτεχνία: τέχνη, τεχνική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Το οριγκάμι είναι ιαπωνική τέχνη διπλώματος του χαρτιού. |
γυαλόχαρτοnom masculin (χαρτί με άγρια επιφάνεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Utilisez du papier de verre sur le bois pour le rendre lisse. |
εκτύπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαρτί μανίλαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les documents devraient être conservés dans ce dossier en papier kraft. |
δημοσιογραφικό χαρτίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλουμινόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στουπόχαρτο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βάμμα ηλιοτροπίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μυγόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτί αλληλογραφίαςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τσιγαρόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξύλο χαρτοποιίαςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σαλιωμένο χαρτάκιnom féminin (παιχνίδι με φυσοκάλαμο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φιτίλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Μεξικανός λαθρομετανάστης, Μεξικανή λαθρομετανάστριαnom masculin et féminin (κατά λέξη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αλουμινόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avons emballé notre nourriture dans du papier d'aluminium. |
χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέταςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peux-tu acheter du papier toilette : il n'y en a plus. |
χαρτί γραφήματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En cours de science, nous utilisions du papier millimétré pour indiquer les progrès de nos expériences. |
στυπόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je pense que seuls les calligraphes utilisent encore des buvards de nos jours. Νομίζω ότι μόνον οι καλλιγράφοι χρησιμοποιούν στυπόχαρτο στις μέρες μας. |
περιτύλιγμα καραμέλας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρμπόνnom masculin |
τσιγαρόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστήnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On peut obtenir une sortie papier des appels qu'il a passés en à peu près deux heures. |
χρωματιστό χαρτόνιnom masculin Les enfants ont fabriqué des guirlandes décoratives à partir de papier cartonné. Τα παιδιά έφτιαξαν διακοσμητικές αλυσίδες από χρωματιστό χαρτόνι. |
χαρτί σχεδίουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περιτύλιγμα δώρου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut que j'achète du papier cadeau pour les cadeaux de Noël. |
έντυπη μορφή
Peux-tu m'envoyer une version papier (or: une copie papier) des données ? |
χαρτί περιτυλίγματοςnom masculin (μόνο καφέ χρώματος) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le papier kraft est suffisamment solide pour faire un cerf-volant. |
μολύβι γραφίτηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'étais petit, je me suis rentré un crayon à papier dans la jambe par accident et on peut toujours voir la marque aujourd'hui. |
βιομηχανία παραγωγής χαρτιού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'usine à papier locale a été reconvertie en centrale électrique. |
χαρτονόμισμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιομηχανία παραγωγής χαρτιούnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαρτοπολτόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) À la papeterie, on mélange de l'eau à la pâte à papier, pour ensuite l'étaler sur un grillage afin d'obtenir des feuilles de papier. Στη χαρτοποιία προσθέτουν νερό στο χαρτοπολτό και μετά το απλώνουν σε ταμπλό, για να φτιάξουν φύλλα χαρτιού. |
παπιέ μασέnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτί φωτογραφίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut que je rachète du papier photo pour imprimer mes tirages. |
παλιόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je garde le papier imprimé d'un seul côté pour l'utiliser comme feuille de brouillon (or: comme papier brouillon). |
πισσόχαρτο, ασφαλτόπανοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτί υγείας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) N'oublie pas d'acheter du papier toilette (or: papier WC), il n'y en a presque plus. Σε παρακαλώ πρόσθεσε χαρτί υγείας στην λίστα με τα ψώνια, κοντεύουμε να ξεμείνουμε. |
χαρτί ιχνογραφίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χαρτί γραφομηχανήςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινό χαρτίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτί περυτιλίγματοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai acheté deux rouleaux de papier cadeau, je suppose que ça devrait suffire pour emballer tous les cadeaux. |
χαρτί, χαρτί αλληλογραφίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόψιμο από χαρτί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πεπιεσμένο χαρτί, παπιέ μασέnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma fille a peint un bol en papier mâché dans son cours d'arts plastiques. Nous avons fait des animaux en papier mâché aujourd'hui. Η κόρη μου έβαψε ένα μπολ από πεπιεσμένο χαρτί στη τάξη της χειροτεχνίας. Φτιάξαμε ζώα από πεπιεσμένο χαρτί σήμερα στο σχολείο. |
φύλλο χαρτίnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle trouva une feuille de papier et écrivit un message. Vous n'aurez besoin que d'une seule feuille pour ce test. À vos crayons ! Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια; |
μεταξόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτί ψησίματοςnom masculin (μαγειρική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαρτί κραφτnom masculin (χαρτόνι χειροτεχνίας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φωτοτυπικό χαρτίnom masculin |
σαΐταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants lançaient des avions en papier à travers la pièce. |
χάρτινο στέμμα, χαρτονένιο στέμμαnom féminin |
γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστέςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφίτης μολυβιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφοnom féminin |
χαρτί από ράκηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κομμάτι χαρτίnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κηρόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψευτόμαγκαςnom masculin (faussement puissant) (για άνθρωπο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λευκό χαρτίnom masculin |
τελάροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυαλιστερό διαφανές χαρτίnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του papier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του papier
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.