Τι σημαίνει το operation στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης operation στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του operation στο Αγγλικά.
Η λέξη operation στο Αγγλικά σημαίνει διαδικασία, χειρισμός, επιχείρηση, πράξη, επιχειρηματικές δραστηριότητες, επιχείρηση, εγχείρηση, επέμβαση, συλλογική προσπάθεια, επείγουσα χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση χολής, εν ενεργεία, κοινή επιχείρηση, τρόπος δράσης, μέθοδος, διαδικασία, ταμπλό, αίθουσα χειρουργικών επεμβάσεων, αίθουσα χειρουργείου, εκτός λειτουργίας, εκτός λειτουργίας, ταυτόχρονη δραστηριότητα, βάζω σε λειτουργία, εγχείρηση ρουτίνας, επέμβαση ρουτίνας, έχω τα πάντα υπό έλεγχο, εγχείρηση αλλαγής φύλου, χειρουργική επέμβαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης operation
διαδικασίαnoun (maneuver, procedure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fitting this small part into the watch mechanism is a delicate operation. Το να βάλεις αυτό το μικρό κομμάτι στον μηχανισμό του ρολογιού είναι μια λεπτή διαδικασία. |
χειρισμόςnoun (manner of working) (από κάποιον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The operation of this machine is quite simple. Η λειτουργία αυτού του μηχανήματος είναι αρκετά απλή. |
επιχείρησηnoun (mission) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The police operation to catch the thieves was successful. Η αστυνομική επιχείρηση τη σύλληψη των ληστών ήταν επιτυχημένη. |
πράξηnoun (mathematics: procedure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Multiplication is a mathematical operation. Ο πολλαπλασιασμός είναι μια μαθηματική πράξη. |
επιχειρηματικές δραστηριότητεςplural noun (business activities) We manage our company's operations from our headquarters in London. Διευθύνουμε τις δραστηριότητες της εταιρείας από τα κεντρικά μας στο Λονδίνο. |
επιχείρησηnoun (business) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This company is active in several countries; it's a large operation. Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση. |
εγχείρηση, επέμβασηnoun (mainly UK (surgery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter's knee is very painful and he needs an operation. Το γόνατο του Πήτερ πονάει πολύ και χρειάζεται επέμβαση. |
συλλογική προσπάθειαnoun (joint venture, joint effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επείγουσα χειρουργική επέμβασηnoun (surgery: urgent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγχείρηση χολήςnoun (surgery to remove gallstones) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εν ενεργείαadjective (functioning, active) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After several delays the new factory is finally in operation. |
κοινή επιχείρησηnoun (combined or shared project) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρόπος δράσηςnoun (criminal: modus operandi) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) By analyzing the mode of operation, the police could tell that the same criminal was responsible for both crimes. |
μέθοδος, διαδικασίαnoun (method, procedures) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταμπλόnoun (dashboard) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αίθουσα χειρουργικών επεμβάσεων, αίθουσα χειρουργείουnoun (surgery: operating theatre) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκτός λειτουργίαςadjective (no longer functioning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός λειτουργίαςadverb (no longer functioning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταυτόχρονη δραστηριότηταnoun ([sth] taking place simultaneously) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάζω σε λειτουργίαtransitive verb (initiate, set off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was time to put the plan in operation. |
εγχείρηση ρουτίνας, επέμβαση ρουτίναςnoun (standard surgical procedure) (τυπική, απλή εγχείρηση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Removing a tooth is just a routine operation these days, and the patient usually returns home the same day. |
έχω τα πάντα υπό έλεγχοverbal expression (be a strict, efficient manager) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγχείρηση αλλαγής φύλουnoun (dated (gender reassignment surgery) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Sam underwent a sex-change operation to change from a man to a woman. |
χειρουργική επέμβασηnoun (invasive medical procedure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του operation στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του operation
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.