Τι σημαίνει το open στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης open στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του open στο Αγγλικά.

Η λέξη open στο Αγγλικά σημαίνει ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοικτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, κενός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, πορώδης, ανοιχτός, ελεύθερος, διαθέσιμος, ανοιχτός, ανοιχτός, φανερός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, εκτεθειμένος σε κτ, ανοιχτός χώρος, open, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ξεκινώ με, οδηγώ σε, ανοίγω με, εκβάλλω σε, ανοίγω με, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω με, ανοίγω, ανοίγω την πόρτα, ανοίγομαι, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω απότομα, ανοικτό κάταγμα, επιπλεγμένο κάταγμα, σπάζω, σπάω, ανοίγω, ανοίγω ποτό με θόρυβο, ανοίγω μια χαραμάδα, ανοίγω βίαια, ανοίγω, ανοίγω με χρήση βίας, μισάνοιχτος, σε δημόσια συνεδρίαση δικαστηρίου, στην ύπαιθρο, στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, είμαι ανοιχτόμυαλος, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, δίνω χώρο σε κπ/κτ, εταιρεία επενδύσεων, ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου, τρεχούμενος λογαριασμός, σε ανοιχτό χώρο, έξω, ανοιχτός, ανοίγω λογαριασμό, open bar, χασμοδοντία, ανοιχτό βιβλίο, τακτική ελεύθερης προσπέλασης, ανοιχτών θυρών, ανοίγω πυρ, φωτιά, τόπος δημόσιας συζήτησης, ελεύθερη είσοδος, ανοιχτή επιστολή, ανοιχτός βρόχος, ανοικτή αγορά, ανοιχτός γάμος, ανοιχτό μυαλό, οδηγώ σε κτ, ανοίγω και γίνομαι κτ, ανοίγω, χωρίς εσωτερικούς τοίχους, χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή, ανοιχτό ακόρντο, ανοιχτή ερώτηση, αναπάντητο ερώτημα, ανοιχτή θάλασσα, περίοδος κυνηγιού, περίοδος ελεύθερης κριτικής, κοινό μυστικό, ανοιχτός οχετός, ανοιχτός υπόνομος, λογισμικό ανοικτού κώδικα, ανοιχτός χώρος, ανοιχτή επέμβαση, ανοιχτή εγχείριση, ανοικτή επέμβαση, ανοικτή εγχείριση, ανοίγω σαμπάνιες, ανοίγω το δρόμο για κπ/κτ, προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους, ανοιχτός σε όλους, ευάλωτος σε επίθεση, επιδεκτικός κριτικής, επιδεκτικός κριτικής, ανοιχτός σε νέες ιδέες, ανοιχτός στο κοινό, ανοιχτό διθέσιο, Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ανοικτή θάλασσα, ανοικτής θαλάσσης, ορθάνοιχτος, ανοιχτή πληγή, ανοίγω τα μάτια κπ για κτ, ανοίγω τα μάτια μου σε κτ, δείχνω μεγαλοψυχία, γίνομαι δεκτικός σε κτ, αποδέχομαι την κριτική, ανοιχτό θέατρο, ξεκάθαρος, προφανής, ξεκάθαρος, εύκολος, πρακτική των ανοικτών λογιστικών βιβλίων, πολιτική ανοικτών θυρών, που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου, με το στόμα ανοιχτό, έκπληκτος, κατάπληκτος, προσεκτικός, συνειδητός, ειλικρινής, ανοιχτός, ανοιχτό σάντουιτς, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, ανοιχτόμυαλος, ευρύτητα πνεύματος, με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα, κατάπληκτος, σοκαρισμένος, με ξεκούμπωτα τα πάνω κουμπιά, επιφανειακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης open

ανοιχτός

adjective (not closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The door was open and he walked in.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκε.

ανοιχτός

adjective (not blocked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sewage pipes were open again, once the blockage had been cleared.
Οι σωλήνες της αποχέτευσης ήταν και πάλι ανοιχτοί, όταν έγινε η απόφραξη.

ανοιχτός

adjective (not covered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An open wound is susceptible to infection.

ανοίγω

transitive verb (door)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the door and walked out of the house.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι.

ανοίγω

transitive verb (remove lid, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the bottle of wine with a corkscrew.
Άνοιξε το μπουκάλι του κρασιού με ένα ανοιχτήρι.

ανοίγω

transitive verb (envelope, box)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened the box with some scissors.
Άνοιξε το κουτί με ένα ψαλίδι.

ανοίγω

transitive verb (unfasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Open your shirt buttons. It's too hot to wear it all closed up to the neck.
Άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου σου. Κάνει πολλή ζέστη για να το φοράς κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό.

ανοίγω

intransitive verb (become open)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door opened by itself.
Η πόρτα άνοιξε από μόνη της.

ανοίγω

intransitive verb (building: open doors)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The theatre opens at three in the afternoon.
Το θέατρο ανοίγει στις τρεις το απόγευμα.

ανοιχτός

adjective (area behind doors)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The theatre was open for anybody to enter.

ανοιχτός

adjective (view: unobstructed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
From the hilltop one has an open view all the way to the sea.

ανοιχτός

adjective (arms: outstretched)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The toddler walked into Sarah's open arms for a hug.

ανοικτός

adjective (visible to all)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people consider open government to be important in a democracy.

ανοιχτός

adjective (undecided)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The issue about the budget is still open. Hopefully, we can close it within the week.

ανοιχτός

adjective (sincere) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dr. Smith was quite open and honest with us about the risks of surgery.

ανοιχτός, κενός

adjective (string: unfretted) (ζαργκόν: μουσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Play the G chord with open strings on your guitar.

ανοιχτός

adjective (accepting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Martin is open to those of all political persuasions.

ανοιχτός

adjective (without partitions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The building has an open floor plan with only a few columns.
Το κτήριο έχει σχεδιαστεί με ανοιχτή διαρρύθμιση και μόνο λίγες κολόνες.

ανοιχτός

adjective (with gaps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The troops moved in an open formation.

πορώδης

adjective (porous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A sponge has an open surface.

ανοιχτός

adjective (extended, unfolded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The book is open at chapter three.

ελεύθερος, διαθέσιμος

adjective (not taken)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tennis court is open for an hour this afternoon. Do you want to reserve it?

ανοιχτός

adjective (informal, US (unregulated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an open town. You can do pretty much what you please here.

ανοιχτός, φανερός

adjective (not hidden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The open hostilities shocked the other countries.

ανοιχτός

adjective (phonetics: vowel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The open 'a' sound is different from the closed 'a'.

ανοιχτός

adjective (figurative ([sb]: receptive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm still open to new ideas.

ανοιχτός

adjective (not built up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My house is in a very rural setting. There's nothing but open countryside for miles around.

ανοιχτός

(without cover)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The back of the pickup truck is open to the sky.

ανοιχτός

(unrestricted) (σε/προς/για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Registration is open to everybody.

εκτεθειμένος σε κτ

(exposed, vulnerable)

If you don't use an antivirus program, your computer will be open to attack.

ανοιχτός χώρος

noun (clear space)

Put it in the open, so we can all see it among all this clutter.
Βάλ'το σε ανοιχτό χώρο, για να το βλέπουμε μέσα σε όλη αυτή την ακαταστασία.

open

noun (golf, tennis: tournament)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The tennis player played at the French Open.

ανοίγω

intransitive verb (cards: make a bid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brittany opened with a high bid.

ανοίγω

intransitive verb (part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The forest opens to reveal a meadow.

ανοίγω

intransitive verb (flower, petals: unfurl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The daylily petals opened at first light.

ανοίγω

intransitive verb (cards: play first)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
OK, you get to open this time. Throw your first card.

ξεκινώ με

(start by saying)

The plaintiff's lawyer opened with a statement for the jury.

οδηγώ σε

(give access to [sth])

The door opens to a large courtyard.

ανοίγω με

(begin)

The meeting opened with a speech by the president.

εκβάλλω σε

(have an outlet)

The river opens into the Atlantic south of here.

ανοίγω με

(cards: make a bid)

He opened with a three of clubs.

ανοίγω

transitive verb (clear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to open a path through the woods.

ανοίγω

transitive verb (cut into) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor opened the patient to perform heart surgery.

ανοίγω

transitive verb (remove blockage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor prescribed a new drug that would help open his arteries.

ανοίγω

transitive verb (make gaps, spaces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The platoon opens ranks as it approaches the target site.

ανοίγω

transitive verb (unfold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened the letter and started reading it.

ανοίγω

transitive verb (establish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The business was opened over fifty years ago.

ανοίγω

transitive verb (unwrap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the gifts one at a time.

ανοίγω

transitive verb (make accessible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wheelchair ramp opened the shop to a new group of customers.

ανοίγω

transitive verb (expand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened his arms wide.

ανοίγω

transitive verb (reveal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The congressman opened his finances for anyone to see.

ανοίγω με

(commence by doing, saying [sth])

I would like to open the meeting with an apology for the lack of refreshments.

ανοίγω

phrasal verb, intransitive (flower: unfold, unfurl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This flower bud opens up in the morning and then closes up again in the evening.
Αυτό το μπουμπούκι ανοίγει το πρωί και μετά ξανακλείνει το βράδυ.

ανοίγω την πόρτα

phrasal verb, intransitive (informal (open a door for [sb] to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Open up! Police!
Ανοίξτε την πόρτα! Αστυνομία!

ανοίγομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (share your feelings) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She opened up and told me all about her troublesome marriage.
Ανοίχτηκε και μου μίλησε για τον προβληματικό της γάμο.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (make more accessible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school has opened up its swimming pool to the wider community.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (extend to include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(open a seal) (κάτι σφραγισμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's break open the champagne to celebrate your success!

ανοίγω

(force open a lock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The robbers broke the lock open using a crowbar.

ανοίγω απότομα

(open suddenly)

When the bell sounded, the school doors burst open and all the kids ran out.

ανοικτό κάταγμα, επιπλεγμένο κάταγμα

noun (broken bone: protruding)

A compound fracture increases the risk of infection.

σπάζω, σπάω, ανοίγω

(break apart, split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cracked open a brazil nut and discarded the shell.

ανοίγω ποτό με θόρυβο

(informal (open in celebration) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's crack open this bottle and get the party started.

ανοίγω μια χαραμάδα

(informal (window, door: open slightly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John cracked the door open and looked into his sister's bedroom.

ανοίγω βίαια

(break apart, split) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The watermelon cracked open when it fell off the picnic table.

ανοίγω

(body: dissect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The surgeon cut the patient's chest open.

ανοίγω με χρήση βίας

(open by physical force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jar lid was sealed tightly so he had to force it open.

μισάνοιχτος

adjective (door, container: not fully closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε δημόσια συνεδρίαση δικαστηρίου

expression (in a courtroom open to the public)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ύπαιθρο

adverb (outdoors)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We slept out in the open last night. We didn't even use a tent.
Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή.

στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

expression (outdoors)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Food always tastes better when eaten in the open air.

είμαι ανοιχτόμυαλος

verbal expression (be willing to consider new ideas)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

verbal expression (figurative (allow possibility) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Prime Minister said he would like to keep the door open for future negotiations.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (allow possibility, access) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the reigning gold medalist fell, she left the door open for her competitors. By not completely cutting ties with the country's former allies, the prime minister is leaving the door open for negotiations to be resumed in the future.

εταιρεία επενδύσεων

noun (investment program) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου

verbal expression (figurative, informal (create controversy, problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Laura opened a can of worms when she mentioned Oliver's ex-girlfriend.

τρεχούμενος λογαριασμός

noun (banking)

σε ανοιχτό χώρο, έξω

noun (outdoors)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love swimming in an open-air pool. Food always tastes better when eaten in the open air.
Το φαγητό πάντα έχει καλύτερη γεύση όταν το τρως έξω.

ανοιχτός

noun as adjective (pool, market: outdoor) (μτφ: χωρίς στέγη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love swimming in an open-air pool.

ανοίγω λογαριασμό

verbal expression (register with a bank)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the first things you need to do on arrival in a new country is to go to a bank and open an account.

open bar

(free drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χασμοδοντία

noun (deformity: jaws do not close) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The patient had to undergo surgery for open bite.

ανοιχτό βιβλίο

(figurative (easily understood) (μεταφορικά)

τακτική ελεύθερης προσπέλασης

noun (policy of inclusion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss has an open-door policy -- he wants his employees to feel comfortable talking to him any time.

ανοιχτών θυρών

noun as adjective (figurative (promoting free movement)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This government has an open-door approach to immigration.
Η κυβέρνηση ακολουθεί προσέγγιση ανοιχτών θυρών στο μεταναστευτικό θέμα.

ανοίγω πυρ

(start shooting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They opened fire as soon as they saw his gun. If you see a wolf, go ahead and open fire.

φωτιά

noun (fire in unenclosed fireplace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's an open fire in the living room.

τόπος δημόσιας συζήτησης

noun (venue for public discussion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There will be an open forum in the school auditorium this evening for anyone wishing to discuss the recent events.

ελεύθερη είσοδος

noun (event permitting free entry to all)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The event is open house; everybody is welcome to visit the college and find out about its activities.

ανοιχτή επιστολή

noun (letter published openly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wrote an open letter to the newspaper praising the mayor of the town.

ανοιχτός βρόχος

noun (control system: no feedback)

ανοικτή αγορά

noun (economy: unrestricted trade) (οικονομία)

Nowadays there is an open market for supplying electricity in the UK.

ανοιχτός γάμος

noun (married couple who agree to extramarital sex) (μτφ: παράλληλες σχέσεις)

My wife has her diversions too, we have an open marriage.

ανοιχτό μυαλό

noun (receptive attitude) (μεταφορικά)

I'm trying to keep an open mind about the issue.
Προσπαθώ να αντιμετωπίσω το θέμα αυτό με ανοιχτό μυαλό.

οδηγώ σε κτ

verbal expression (lead to wider area)

The doors open out onto a beautiful garden.

ανοίγω και γίνομαι κτ

verbal expression (be unfolded)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The foldaway bed opens out to full size.

ανοίγω

(unfold) (κάτι διπλωμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa put the map on the table and opened it out.

χωρίς εσωτερικούς τοίχους

adjective (without interior walls)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I work in an open-plan office, which can at times be very noisy.

χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή

noun (dance: foot position)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανοιχτό ακόρντο

noun (music: chord arrangement)

ανοιχτή ερώτηση

noun (question: invites long answer) (τύπος ερώτησης)

When interviewing someone, it is better to ask open questions which encourage them to talk about themselves.

αναπάντητο ερώτημα

noun (question: no decisive answer)

How the project was going to be paid for remained an open question that needed an answer before voters would approve it.

ανοιχτή θάλασσα

noun (nautical)

περίοδος κυνηγιού

noun (hunting period)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It's open season on deer for the next ten days.

περίοδος ελεύθερης κριτικής

noun (figurative (time when [sb], [sth] is freely criticized)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινό μυστικό

noun (official secret known to many)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It´s an open secret that she was pregnant when she got married.

ανοιχτός οχετός, ανοιχτός υπόνομος

noun (open-air waste area)

λογισμικό ανοικτού κώδικα

adjective (computing: definable by users)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοιχτός χώρος

(ecology)

ανοιχτή επέμβαση, ανοιχτή εγχείριση, ανοικτή επέμβαση, ανοικτή εγχείριση

noun (invasive surgical procedure)

ανοίγω σαμπάνιες

verbal expression (informal, figurative (celebrate a success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you get the job, we will open the champagne.

ανοίγω το δρόμο για κπ/κτ

verbal expression (figurative (enable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The government has opened the way for energy firms to explore for shale gas.

προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους

adjective (accessible to everyone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We've carried out alterations to make sure that the building is open to all, not just the able-bodied.

ανοιχτός σε όλους

adjective (informal (open to everyone)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ευάλωτος σε επίθεση

adjective (vulnerable to being attacked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The enemy soldiers were in the middle of a field, open to attack, not hidden away.

επιδεκτικός κριτικής

adjective (figurative (easy to criticize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Celebrities who talk about their relationships on TV are open to attack in the newspapers.

επιδεκτικός κριτικής

adjective (willing to listen to criticism)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm open to criticism so please be honest with me.

ανοιχτός σε νέες ιδέες

adjective (receptive, broad minded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My boss is open to new ideas, he always listens to our suggestions.

ανοιχτός στο κοινό

adjective (that can be visited by anyone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The park is open to the public every summer.

ανοιχτό διθέσιο

noun (small convertible car) (αμάξι)

Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Ανοικτό Πανεπιστήμιο

noun (UK (higher education by correspondence)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elaine is studying for a degree with the Open University.

ανοικτή θάλασσα

noun (unenclosed area of water)

ανοικτής θαλάσσης

noun as adjective (swimming: in unenclosed waters)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Lisa is taking part in an open-water swimming event.

ορθάνοιχτος

adjective (door, eyes: wide open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτή πληγή

noun (injury in which skin is broken)

You should cover that open wound to avoid an infection. He had to spray alcohol on his open wound to prevent infection.

ανοίγω τα μάτια κπ για κτ

verbal expression (figurative (make [sb] aware of reality) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω τα μάτια μου σε κτ

transitive verb (become aware of) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to open your eyes to the beauty around you. Open your eyes to how deceitfully she has behaved.

δείχνω μεγαλοψυχία

verbal expression (figurative (find or show compassion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Open your heart and your wallet; donate today to the Haiti relief effort!

γίνομαι δεκτικός σε κτ

verbal expression (accept possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Immersing yourself in a different culture can open your mind to new ways of thinking.
Εάν εντρυφήσεις σε ένα διαφορετικό πολιτισμό, θα ανακαλύψεις νέους τρόπους σκέψης.

αποδέχομαι την κριτική

verbal expression (accept being judged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοιχτό θέατρο

noun (outdoor auditorium)

They are performing Shakespeare plays at the open-air theatre this summer.

ξεκάθαρος, προφανής

adjective (easily accomplished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

noun (figurative, informal (crime: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an open-and-shut case of police brutality.

εύκολος

noun (figurative, informal (matter: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is an open-and-shut case to build the pipeline.

πρακτική των ανοικτών λογιστικών βιβλίων

noun (full availability of business information) (οικονομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολιτική ανοικτών θυρών

noun (politics: free movement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The country decided to adopt an open-door economic policy.

που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου

adjective (inconclusive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We hadn't intended for this meeting to be so open-ended.

με το στόμα ανοιχτό

adjective (with eyes open) (από έκπληξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκπληκτος, κατάπληκτος

adjective (with eyes wide open in wonder, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσεκτικός

adjective (figurative (alert)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνειδητός

adjective (figurative (conscious, deliberate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειλικρινής

adjective (person: with frank expression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός

adjective (watch: having no cover) (για ρολόι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτό σάντουιτς

adjective (US (sandwich: no bread on top)

εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

noun (cardiac operation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They split his chest open and performed open-heart surgery to replace a faulty valve.

ανοιχτόμυαλος

adjective (tolerant, accepting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When you travel to another country you should be open-minded. I try to maintain an open-minded attitude regardless of a person's politics or religion.
Προσπαθώ να έχω ανοιχτό μυαλό ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία του καθενός.

ευρύτητα πνεύματος

noun (tolerance, acceptance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα

adjective (literal (with mouths open)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάπληκτος

adjective (amazed, impressed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοκαρισμένος

adjective (shocked, surprised)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με ξεκούμπωτα τα πάνω κουμπιά

adjective (shirt, blouse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ashley is wearing an open-necked shirt.

επιφανειακός

adjective (mining) (ορυχείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του open στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του open

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.