Τι σημαίνει το muerte στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης muerte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muerte στο ισπανικά.

Η λέξη muerte στο ισπανικά σημαίνει θάνατος, θάνατος, θάνατος, θάνατος, θάνατος, μοίρα, θάνατος, θάνατος, σκοτωμός, τέλος, καταστροφή, τέλος, θάνατος, ταφόπλακα, βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις, Χάρος, βρωμερός, ρυπαρός, άθλιος, θανάσιμα, μετά θάνατον ζωή, ΣΑΒΘ, θρηνώ, πενθώ, μούφα, μπακατέλα, μάπα, στέκι που τα πίνω, θανάσιμος, θανατηφόρος, απίστευτα, εξωφρενικά, νεκρικός, καταδικασμένος, εγκεφαλικά νεκρός, πιο επιθετικός, ασήμαντος, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, μια στο τόσο, μια στις τόσες, από του Χάρου τα δόντια, αλλιώς πέθανες, μέχρι τέλους, αντιμέτωπος με το θάνατο, νεκροκρέβατο, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, πτέρυγα μελλοθανάτων, ζήτημα ζωής και θανάτου, πρόωρο τέλος, ο Θάνατος, αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, προαναγγελία θανάτου, πρόωρος θάνατος, φυσικός θάνατος, καταδίκη σε θάνατο, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, βίαιος θάνατος, ιππότης του θανάτου, χειρότερος και από θάνατο, αιτία θανάτου, απειλή κατά της ζωής, παράταση με «ξαφνικό θάνατο», εγκεφαλικός θάνατος, επιθανάτια εμπειρία, Μαύρος Θάνατος, χορός του θανάτου, θάνατος λόγω ψύχους, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, Χωράφια Θανάτου, ξεγελάω τον θάνατο, πεθαίνω από φυσικά αίτια, πεθαίνω νέος, συνεχίζω την πορεία, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, κρίσιμος, καθοριστικός, πνιγμός, σαράκι, πλήρης ακινησία, βιασμός, ημέρα θανάτου, άθλιος κινηματογράφος, θάνατος λόγω ψύχους, ανακάμπτω, θρηνώ, μεταθανάτιος, μεγάλο χρονικό διάστημα, θανάσιμα τραυματισμένος, σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων, θανατική ποινή, καταδίκη, επιθανάτιος ρόγχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης muerte

θάνατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su muerte fue repentina.
Το τέλος του ήταν ξαφνικό.

θάνατος

nombre femenino (forma de morir)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella sufrió una muerte espantosa.
Ο άτυχος άντρας είχε πολύ άσχημο τέλος.

θάνατος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se podrían prevenir muchas muertes si la gente condujera con más cuidado.
Πολλοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτραπούν εάν ο κόσμος οδηγούσε πιο προσεκτικά.

θάνατος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El cuerpo se veía apacible en la muerte.

θάνατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los fans del actor lloraron su muerte.
Οι θαυμαστές του ηθοποιού θρήνησαν τον χαμό του.

μοίρα

nombre femenino (ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El caballero se enfrentó al dragón seguro de estar mirando a la muerte a los ojos.
Ο ιππότης κοίιταξε τον δράκο, σίγουρος πως αντίκριζε το τέλος του κατάματα.

θάνατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una bomba explotó en el centro comercial causando muchas muertes.

θάνατος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La policía todavía no ha informado ninguna muerte.

σκοτωμός

(ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La muerte de una presa grande significa que habrá alimento suficiente para la manada.

τέλος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los soldados fueron al encuentro de su destino.
Οι στρατιώτες έκαναν έξοδο για να συναντήσουν τον θάνατό τους.

καταστροφή

(για κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si esto cae en las manos equivocadas, es el fin del mundo libre.
Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο.

τέλος

(ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tuvo un fin prematuro.
Είχε πρόωρο τέλος.

θάνατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El posadero estaba aterrorizado, pensando que podía oír voces de ultratumba.
Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου ήταν τρομοκρατημένος γιατί πίστευε ότι άκουγε φωνές από τον άλλο κόσμο.

ταφόπλακα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta franja horaria fue la sentencia de muerte para muchos programas anteriores.

βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La clase de historia era la muerte en vida.

Χάρος

nombre propio femenino

La Muerte vino de noche con su reclamo.
Ο μαύρος καβαλάρης κράδαινε το δρεπάνι του μέσα στη νυχτιά.

βρωμερός, ρυπαρός, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No deberías ir a ese vecindario porque es sórdido.

θανάσιμα

(κυριολεκτικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μετά θάνατον ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ΣΑΒΘ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θρηνώ, πενθώ

(για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen todavía estaba llorando a su madre cuando su mejor amiga murió.
Η Κάρεν ακόμη πενθούσε τη μητέρα της όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη.

μούφα, μπακατέλα, μάπα

(AR, coloquial) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

στέκι που τα πίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Encontramos al borracho en su antro habitual.

θανάσιμος, θανατηφόρος

(conflicto, lucha)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se trenzaron en un combate mortal.
Μπλέχτηκαν σε μια θανάσιμη μάχη.

απίστευτα, εξωφρενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El inspector se pasó toda la noche buscando pistas y ahora estaba mortalmente cansado.

νεκρικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La escuela estaba mortalmente silenciosa.
Στο σχολείο επικρατούσε νέκρα.

καταδικασμένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εγκεφαλικά νεκρός

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tras el impacto la diagnosticaron con muerte cerebral.

πιο επιθετικός

locución adjetiva (fig)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando era chico lo dejaba ganar, pero ahora nuestras partidas de ajedrez son a muerte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αφού την προσέβαλε τόσο άσχημα, βγήκαν τα μαχαίρια στην αντιπαράθεσή τους.

ασήμαντος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yo quería ir a la Escuela de Arte, pero mis padres se oponían a muerte.

μια στο τόσο, μια στις τόσες

(AR) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sólo llama cada muerte de obispo.

από του Χάρου τα δόντια

expresión (figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En la última escena, el héroe rescata a la heroína de las garras de la muerte.

αλλιώς πέθανες

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se les había prohibido hablar del incidente so pena de muerte.

μέχρι τέλους

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Juraron luchar hasta las últimas consecuencias.

αντιμέτωπος με το θάνατο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεκροκρέβατο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Llevaron a todos los niños al lecho de muerte de su padre.

στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων

(νομικός όρος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πτέρυγα μελλοθανάτων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los criminales más violentos están en el corredor de la muerte.

ζήτημα ζωής και θανάτου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Salir de una casa en llamas es un asunto de vida o muerte.

πρόωρο τέλος

(μεταφορικά)

¡Aléjate de los cocodrilos o tendrás una muerte prematura! Todos los personajes de la última novela de Juan tendrán una muerte prematura.

ο Θάνατος

nombre propio masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El asesinato es un delito castigado con la pena capital en algunos países.

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

locución nominal femenina (coloquial)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Todavía hay desacuerdo sobre las causas de la muerte de cuna.

προαναγγελία θανάτου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόωρος θάνατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυσικός θάνατος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Falleció de muerte natural por lo que la autopsia es innecesaria.

καταδίκη σε θάνατο

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El juez condenó a la pena de muerte al culpable de asesinato.

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βίαιος θάνατος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sufrió una muerte violenta a manos de unos asaltantes que nunca fueron capturados.

ιππότης του θανάτου

nombre propio masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay un personaje que se llama el Caballero de la Muerte; ¿habrá otro que se llame el Caballero de la Vida?

χειρότερος και από θάνατο

expresión (μοίρα, κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasarse una tarde a su lado es peor que la muerte.

αιτία θανάτου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La causa de la muerte aún es desconocida; sin embargo, la familia descartó la exhumación del cuerpo.

απειλή κατά της ζωής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Recibió varias amenazas de muerte por oponerse a la nueva ley de inmigración.

παράταση με «ξαφνικό θάνατο»

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγκεφαλικός θάνατος

locución nominal femenina

επιθανάτια εμπειρία

Μαύρος Θάνατος

La peste negra se esparció por Europa a mediados del siglo XIV.

χορός του θανάτου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Χωράφια Θανάτου

locución nominal masculina plural (Camboya)

ξεγελάω τον θάνατο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El perro burló a la muerte al cruzar por la calle.

πεθαίνω από φυσικά αίτια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Según el informe del forense, Brown murió de causas naturales.

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum sufrirá una muerte temprana si no adopta un estilo de vida más saludable.

συνεχίζω την πορεία

locución verbal (AR, figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te preocupes, voy a seguirla a muerte.

πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ

Soy viuda desde hace diez años, pero todavía lloro la muerte de mi marido.

κρίσιμος, καθοριστικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El partido de mañana es una situación de vida o muerte para el equipo.

πνιγμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nadie presenció el ahogo, que la policía dijo que había sido accidental.
Κανείς δεν είδε τον πνιγμό, για τον οποίο η αστυνομία λέει πως ήταν ατύχημα.

σαράκι

locución nominal masculina (Xestobium rufovillosum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήρης ακινησία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιασμός

expresión (literal) (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ημέρα θανάτου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hoy es el aniversario de muerte de mi suegra y vamos a ir a la misa de difuntos.

άθλιος κινηματογράφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανακάμπτω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después del triple bypass volvió a nacer y ahora lleva una vida activa.

θρηνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jorge está llorando la muerte de su amado perro.
Ο Τζωρτζ πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου του σκύλου.

μεταθανάτιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλο χρονικό διάστημα

locución nominal masculina (figurado)

θανάσιμα τραυματισμένος

σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων

(cartas) (μπριτζ, ουίστ, κρίκετ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Después de la cena, se sentaron en la mesa de naipes para jugar muerte súbita.

θανατική ποινή

καταδίκη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθανάτιος ρόγχος

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muerte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του muerte

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.