Τι σημαίνει το minded στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης minded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του minded στο Αγγλικά.
Η λέξη minded στο Αγγλικά σημαίνει που σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόπο, που ενδιαφέρεται κτ, που είναι αυτής της άποψης, είμαι διατεθειμένος, μυαλό, λογικά, με πειράζει, με ενοχλεί, κοιτάω, κάνω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, με πειράζει, με ενοχλεί, πνεύμα, μυαλό, μυαλό, μυαλό, γνώμη, άποψη, μυαλό, ακούω, έχω το νου μου, ακούω, προσοχή σε, προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, με ενοχλεί, με εκνευρίζει, αφηρημένος, που διψάει για αίμα, ξεροκέφαλος, με κοινωνική συνείδηση, στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδες, που έχει βρώμικο μυαλό, αναποφάσιστος, νοητικά καθυστερημένος, ανόητος, χαζός, με αρχές, ανοιχτόμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, ορθολογιστής, στενόμυαλος, ευγενής, ανοιχτόμυαλος, στενόμυαλος, ηθικός, λογικός, συνετός, σοβαρός, αφελής, απλοϊκός, απλοϊκός, αποφασισμένος, στενόμυαλος, λογικός, ισχυρογνώμων, αποφασισμένος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αναποφάσιστος, χαζός, αφελής, μπερδεμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης minded
που σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόποadjective (as suffix (thinking a certain way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Margret is analytically-minded and has always loved math. Η Μάργκρετ έχει αναλυτική σκέψη και λάτρευε πάντα τα μαθηματικά. |
που ενδιαφέρεται κτadjective (as suffix (having a certain interest) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) All of Jim's friends are sports-minded too. Όλοι οι φίλοι του Τζιμ ενδιαφέρονται για τον αθλητισμό. |
που είναι αυτής της άποψηςexpression (disposed, inclined) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We could go to the museum instead, if you are so minded. |
είμαι διατεθειμένοςverbal expression (disposed, inclined to do) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The teacher told the children that she was minded to put the toys away if they didn't stop arguing. |
μυαλόnoun (brain) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The mind can perceive what the eyes cannot see. Ο νους αντιλαμβάνεται πράγματα που τα μάτια δεν βλέπουν. |
λογικάnoun (sanity) (πνευματική υγεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He must have lost his mind! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αγκαλιά σου, μάγισσα, το νου μου έχει πάρει. |
με πειράζει, με ενοχλείintransitive verb (care, object) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I'd like to sit here. Do you mind? Θα ήθελα να καθίσω εδώ. Έχεις πρόβλημα; |
κοιτάω, κάνωtransitive verb (attend to) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mind your own business and don't tell others what to do. Κοίτα (or: Ασχολήσου με) τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. |
προσέχω, φροντίζωtransitive verb (child, pet: care, supervise) (φροντίζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My sister minds the kids for me while I'm working. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω. |
προσέχωtransitive verb (pay attention) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mind your manners when you go to the dinner party. Να προσέχεις τους τρόπους σου όταν πας στο δείπνο. |
με πειράζει, με ενοχλείtransitive verb (object to) (να κάνω κάτι) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Do you mind having to babysit for your brothers so often? Σε πειράζει (or: Έχεις πρόβλημα) που πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου τόσο συχνά; |
πνεύμα, μυαλόnoun (spirit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In old age, the mind is often willing when the body isn't. Στα γεράματα, συχνά το πνεύμα (or: το μυαλό) θέλει, αλλά το σώμα δεν μπορεί. |
μυαλόnoun (intellect) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He has a quick mind. Έχει γρήγορη σκέψη. |
μυαλόnoun (person: intelligent) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She is one of the best minds in the business. Είναι ένα από τα καλύτερα μυαλά της επιχείρησης. |
γνώμη, άποψηnoun (opinion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Don't change your mind about this issue, please. Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ. |
μυαλόnoun (attention) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His mind was not on the lost keys and he forgot all about them. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πού έχεις το μυαλό σου; |
ακούωintransitive verb (obey) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He's always in trouble and doesn't mind. Μπλέκει πάντα σε μπελάδες και δεν ακούει (or: υπακούει). |
έχω το νου μουintransitive verb (be careful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please mind when you are crossing the road. Σε παρακαλώ πρόσεχε (or: έχε το νου σου) όταν περνάς το δρόμο. |
ακούωtransitive verb (heed, obey) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mind your mother and clean your room. Άκου (or: Υπάκουσε) τη μητέρα σου και πήγαινε να καθαρίσεις το δωμάτιό σου. |
προσοχή σεtransitive verb (watch out) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mind the slippery steps. Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, γιατί γλιστράνε. |
προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπωtransitive verb (watch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you mind the shop for me? Θα έχεις το νου σου στο μαγαζί μου; |
με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρειtransitive verb (care about) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I don't mind the other commuters' rudeness. Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών. |
με ενοχλεί, με εκνευρίζειtransitive verb (be disturbed by) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I very much mind the intrusions of government. Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης. |
αφηρημένοςadjective (forgetful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's so absentminded that he forgot his own birthday! Είναι τόσο αφηρημένος που ξέχασε τα ίδια του τα γενέθλια. |
που διψάει για αίμαadjective (person: bloodthirsty) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεροκέφαλοςadjective (UK, informal (person: unreasonably stubborn) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με κοινωνική συνείδησηadjective (caring about society) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When you don't litter you are being civic-minded. |
στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδεςadjective (blinkered, intolerant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's so close-minded I can't discuss politics with him at all. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάποια άτομα σε αγροτικές περιοχές ακόμη φέρουν παρωπίδες και απορρίπτουν τα μοντέρνα ήθη. |
που έχει βρώμικο μυαλόadjective (frequently thinks about sex) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναποφάσιστοςadjective (undecided) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοητικά καθυστερημένοςadjective (dated: not intelligent) |
ανόητος, χαζόςadjective (figurative (foolish, stupid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με αρχέςadjective (morally principled) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοιχτόμυαλοςadjective (having an open mind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρόμυαλος, επιπόλαιοςadjective (frivolous, silly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλοadjective (people, organizations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sometimes it's difficult to meet like-minded people when you move to a new city. |
ορθολογιστήςadjective (thinking literally, unimaginative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στενόμυαλοςadjective (prejudiced, intolerant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm not so narrow-minded as to impose my personal taste on others. Δεν είμαι τόσο στενόμυαλος ώστε να επιβάλλω το προσωπικό μου γούστο στους άλλους. |
ευγενήςadjective (morally admirable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτόμυαλοςadjective (tolerant, accepting) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) When you travel to another country you should be open-minded. I try to maintain an open-minded attitude regardless of a person's politics or religion. Προσπαθώ να έχω ανοιχτό μυαλό ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία του καθενός. |
στενόμυαλοςadjective (concerned about unimportant issues) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ηθικόςadjective (morally pure thoughts) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λογικός, συνετόςadjective (having correct beliefs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοβαρόςadjective (solemn or focused) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφελής, απλοϊκόςadjective (person: unintelligent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απλοϊκόςadjective (idea: overly simplified) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποφασισμένοςadjective (determined, focused) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mandy's single-minded efforts to join the team finally paid off. |
στενόμυαλοςadjective (petty, insular) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λογικόςadjective (sensible, rational) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ισχυρογνώμωνadjective (determined, wilful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποφασισμένοςadjective (mentally strong) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανένδοτος, ανυποχώρητοςadjective (adamant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναποφάσιστοςadjective (indecisive, changeable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαζός, αφελήςadjective (foolish, gullible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπερδεμένοςadjective (cannot think clearly) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του minded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του minded
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.