Τι σημαίνει το menos στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης menos στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του menos στο πορτογαλικά.
Η λέξη menos στο πορτογαλικά σημαίνει λιγότερο, χωρίς, πριν, λιγότερος, λιγότερος, λιγότερος, μείον, πλην, λιγότερος, λιγότερος, λιγότερο, μείον, πλην, πολύ λιγότερο, λιγότερο, λιγότερος, λιγότερο, μείον, πλην, μείον, εκτός από, εκτός από, εκτός από, μείον, μικρότερος, μικρός, λίγο πάνω, λίγο κάτω, έτσι και έτσι, πέφτω, περίπου, πιο ήπιος, περίπου μία ντουζίνα, λιγότερος από, περίπου δέκα, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, πολύ λιγότερο, λιγότερο γνωστός, τουλάχιστον, κάθε άλλο παρά, τουλάχιστον, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, όλο και λιγότερο, λίγο πολύ, παρόλα αυτά, τέλος, εκτός αν, αν δεν, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, πόσω μάλλον, όλο και λιγότερο, εκτός, παρά τέταρτο, που δεν είναι άλλος από κπ, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τίποτα άλλο εκτός από κτ, αχ και..., μείον, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ακριβώς, πολύ λιγότερα, παίρνω δεύτερη θέση, κάνω ησυχία, λιγότερος από, μικρότερος από, πολύ λιγότεροι, τουλάχιστον, ούτε πιο... ούτε πιο..., ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, περίπου, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, εντελώς, μείον, όχι λιγότερο από, προσαρμόζω, λεπτότερος, ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος, μέτριος, καλούτσικος, σκάρτος, γύρω, τουλάχιστον, με μεγάλη διαφορά, τουλάχιστον, ελαφρύνω, ελαφραίνω, περίπου, το ίδιο, προσωπικά, τουλάχιστον, τουλάχιστον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης menos
λιγότεροadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Richard se exercita menos do que Audrey. Ο Ρίτσαρντ γυμνάζεται λιγότερο από την Ώντρεϋ. |
χωρίς, πρινpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O anel foi vendido por cinco milhões, menos impostos. Το δαχτυλίδι πουλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς (or: πριν) τους φόρους. |
λιγότεροςadjetivo (μόνο πληθυντικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu tenho menos doces que você. Έχω λιγότερα γλυκά από εσένα. |
λιγότεροςadvérbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O preço é cinquenta dólares e não aceitarei menos. Η τιμή είναι πενήντα δολάρια, και δε δέχομαι λιγότερα. |
λιγότεροςpronome (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Há menos aqui do que antes. Υπάρχουν λιγότερα εδώ σε σχέση με παλιά. |
μείον, πληνpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quatro menos três é igual a um. Τέσσερα μείον τρία ίσον έξι. |
λιγότεροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você tem menos trabalho do que eu. Sua pilha de coisas é menor que minha pilha de coisas. Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα. |
λιγότεροςadvérbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Haverá menos pessoas no jantar do que eu esperava. Θα είναι λιγότερα άτομα στο δείπνο από ό,τι περίμενα. |
λιγότεροadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μείον, πληνpreposição (matemática) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Πέντε από δέκα μας κάνει πέντε. |
πολύ λιγότεροadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
λιγότεροadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λιγότεροςpronome (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Menos de uma dúzia de pessoas apareceram para a palestra. Λιγότερα από δώδεκα άτομα ήρθαν στην διάλεξη. |
λιγότεροadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μείον, πληνadjetivo (nota, graduação, B-) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μείονpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oito menos três são cinco. Οχτώ μείον τρία κάνει πέντε. |
εκτός από
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκτός απόpreposição (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todos, exceto você, irão na viagem. Todos aqui são loiros, exceto Jane, que é morena. Όλοι θα πάνε εκδρομή, εκτός από σένα. |
εκτός απόconjunção Ele comeu todos os biscoitos, exceto um. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έφαγε όλα τα μπισκότα παρά ένα. |
μείονadjetivo (abaixo de zero) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μικρότερος, μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O doutor teve que ignorar os ferimentos menores porque muitas pessoas se machucaram. Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει. |
λίγο πάνω, λίγο κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω. |
έτσι και έτσι(καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πέφτω(figurativo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περίπου
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι. |
πιο ήπιος(figurado, informal: mais sutil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίπου μία ντουζίναlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μπορείς να μου φέρεις περίπου μια ντουζίνα αυγά από το κατάστημα; |
λιγότερος από(número: menor) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Temos menos de dez lugares disponíveis para alunos. Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές. |
περίπου δέκα(em torno de 10) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότεροlocução conjuntiva (não tanto quanto) (ακολουθεί επίθετο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ λιγότεροlocução adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
λιγότερο γνωστόςlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τουλάχιστονadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάθε άλλο παράlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του. |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mary precisa de pelo menos mil libras para pagar pelas férias dela. Η Μαίρη χρειάζεται τουλάχιστον 1000 λίρες για να πληρώσει τις διακοπές της. |
λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώραadvérbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όλο και λιγότεροlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λίγο πολύlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu mais ou menos decidi atrasar minha ida para a faculdade por um ano. Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο. |
παρόλα αυτά(expressão usada para expressar surpresa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέλοςexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por último, mas não menos importante, não se esqueça de me ligar quando chegar lá. |
εκτός αν, αν δενlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πόσω μάλλονlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλο και λιγότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκτός(salvo se) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Vamos à loja agora, a não ser que você tenha uma idéia melhor. Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα. |
παρά τέταρτο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) São quase quinze para as cinco; estamos atrasados. Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει |
που δεν είναι άλλος από κπexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τουλάχιστονlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Εκείνο το χρόνο ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον 60% και ο κόσμος είδε δραματική πτώση στην αξία των αποταμιεύσεών του. |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα πρότεινα να αναλάβω το μισό κόστος, το λιγότερο. |
τίποτα άλλο εκτός από κτlocução conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αχ και...locução conjuntiva (expressão de desejo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se ao menos eu tivesse um milhão de dólares! Μακάρι να είχα ένα εκατομμύριο δολάρια! |
μείον
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ούτε περισσότερο ούτε λιγότεροexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακριβώςexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς. |
πολύ λιγότεραexpressão |
παίρνω δεύτερη θέση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ησυχίαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λιγότερος από, μικρότερος από(comparação) (για ποσότητες, μέγεθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ela comeu menos que o irmão dela. Cinco é menos que sete. Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία. |
πολύ λιγότεροιlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele perdeu o emprego, mas pelo menos ainda tem uma casa. A esposa o deixou, mas pelo menos ela deixou a mobília para ele. Έχασε τη δουλειά του, αλλά τουλάχιστον έχει το σπίτι του. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλά του άφησε τουλάχιστον τα έπιπλα. |
ούτε πιο... ούτε πιο...locução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο. |
ούτε περισσότερο ούτε λιγότεροexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Ele é seu namorado?" "De certa forma. É complicado." Acho que estou pegando o jeito agora; bem, de certa forma. «Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.» |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότεροlocução adverbial (num grau menor) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντελώςexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μείον(símbolo matemático) (μαθηματικό σύμβολο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όχι λιγότερο απόlocução pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσαρμόζωlocução verbal (ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λεπτότεροςlocução adjetiva (cabelo: mais ralo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ούτε περισσότερος ούτε λιγότεροςexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέτριος, καλούτσικοςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A comida estava mais ou menos, eu acho - nada especial. Το φαγητό ήταν καλούτσικο, υποθέτω - τίποτε το ιδιαίτερο. |
σκάρτος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adicione pouco menos que um quarto de quartilho de água aos outros ingredientes. Πρόσθεσε κάτι λιγότερο από ένα τέταρτο της πίντας νερό στα υπόλοιπα υλικά. |
γύρω(hora) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τουλάχιστονlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με μεγάλη διαφοράlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor, pelo menos, lave os pratos. Σε παρακαλώ πλένε τουλάχιστον τα πιάτα! |
ελαφρύνωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι μπορώ να κάνω για να ελαφρύνω τον φόρτο εργασίας σου; |
ελαφραίνωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η δεξαμενή θα ελαφραίνει όσο εξατμίζεται το νερό. |
περίπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Precisa-se de aproximadamente 220 litros de água para produzir um abacate. |
το ίδιοexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσωπικάexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τουλάχιστονexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τουλάχιστονadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του menos στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του menos
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.