Τι σημαίνει το made up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης made up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του made up στο Αγγλικά.

Η λέξη made up στο Αγγλικά σημαίνει φανταστικός, μακιγιαρισμένος, προαποφασισμένος, που αποτελείται από κτ, γουστάρω, ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ, σκαρφίζομαι, συναρμολογώ, αποτελώ, τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω, τα βρίσκω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης made up

φανταστικός

adjective (invented, imaginary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't give me a made-up story. I want to know the truth.
Μη μου λες μια ιστορία που έβγαλες από το μυαλό σου. Θέλω να μάθω την αλήθεια.

μακιγιαρισμένος

adjective (wearing cosmetics)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She's so heavily made-up, you can't tell what she really looks like.
Είναι τόσο πολύ μακιγιαρισμένη που δεν μπορείς να καταλάβεις πως είναι στην πραγματικότητα.

προαποφασισμένος

adjective (mind: decided) (άποψη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A meeting was held to discuss the plans, but most people arrived with already made-up minds.
Πραγματοποιήθηκε συνάντηση για να συζητηθούν τα σχέδια. Οι περισσότεροι, όμως, προσήλθαν έχοντας ήδη πάρει την απόφασή τους.

που αποτελείται από κτ

expression (comprising)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A computer is made up of many high-tech components.
Ένας υπολογιστής αποτελείται από πολλά εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας.

γουστάρω

adjective (UK, regional, slang (pleased) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's great that you could come. I'm made up!
Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!

ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ

expression (UK, regional, slang (pleased) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm made up about my new car!
Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο.

σκαρφίζομαι

phrasal verb, transitive, separable (informal (invent, imagine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should be a writer, you make up such interesting stories.
Θα πρεπε να είσαι συγγραφέας, σκαρφίζεσαι τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες.

συναρμολογώ

phrasal verb, transitive, separable (assemble, put together) (συνήθως με εργαλεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Red Cross made up emergency kits for the earthquake victims.
Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού.

αποτελώ

phrasal verb, transitive, separable (comprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cast was made up of amateurs.
Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες.

τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω

phrasal verb, intransitive (informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We had an argument, but later we kissed and made up.
Είχαμε μια διαφωνία, λίγο μετά όμως φιληθήκαμε και τα ξαναβρήκαμε.

τα βρίσκω με κπ

(informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't made up with Alex yet after yesterday's fight.
Δεν τα βρήκα ακόμη με τον Άλεξ μετά τον χτεσινό καβγά.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του made up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του made up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.