Τι σημαίνει το ligar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ligar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ligar στο πορτογαλικά.

Η λέξη ligar στο πορτογαλικά σημαίνει ξεκινώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, απολινώνω, συνδέω, παίρνω, καλώ, δένω, βάζω σε λειτουργία, ανάβω, ανοίγω, ανάβω, ανοίγω, ανοίγω, ανάβω, ανοίγω, ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω, ανοίγω, αναμειγνύω, συνδέω, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, νοιάζομαι για κπ, συμπίπτω, τηλεφωνώ, στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα, βάζω μπρος, συνδέομαι, είμαι συνδεδεμένος, παίρνω, καλώ, τερματίζω, συνδέω, ανάβω, συνδέω, ενώνω, συνδέω, προσαρμόζω, συνδέω, τηλεφωνώ, συνδέω, συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ, συνδέω κτ με κτ, ενεργοποιώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, συνδέω, συσχετίζω, συνδέω, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, ενεργοποιώ, τηλεφωνώ, δένω, φροντίζω, τηλεφωνώ, δένω, τηλεφωνώ σε κπ, ενώνω, τηλεφωνώ, συνδυάζω κτ με κτ, τηλεφωνώ, αντιστοιχίζω, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, βάζω σε λειτουργία, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, δένω, δένομαι, συνεργάζομαι με κπ, πιάνω, συνδέομαι, βγάζω φλας, ενώνομαι με κτ, γειώνω, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, τηλεφωνικό σεξ, δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες, δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ, ανάβω, ανοίγω, ενώνω τις τελίτσες, συνδέω τις τελίτσες, συμπεραίνω, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, συνδέομαι, παίρνω τηλέφωνο, τακιμιάζω, παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο, βάζω στην πρίζα, -, ξαναξεκινώ, παίρνω τηλέφωνο, συνδέομαι, γίνομαι φίλος, γειώνω, συνδέομαι, ενώνομαι, κρατάω κπ δεμένο, καλωδιώνω, επικοινωνώ με κτ, κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ligar

ξεκινώ

(máquina)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ligue o carro. É hora de irmos.
Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

verbo transitivo (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou te ligar amanhã para ver se está tudo bem.
Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι.

απολινώνω

verbo transitivo (cirurg: ligadura) (ιατρική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω, καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor ligue para a Patty hoje à noite e convide ela para nossa festa.
Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας.

δένω

verbo transitivo (ligas, bandagem) (τραύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω σε λειτουργία

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu apertei o botão de partida, liguei o motor e decolei para um céu azul sem nuvens.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

ανάβω, ανοίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανάβω, ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

verbo transitivo (computador) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανάβω, ανοίγω

(computador, etc.: ligar, iniciar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω

verbo transitivo (computador) (Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανοίγω

(computador: ser ligado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναμειγνύω

(formal) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cientista ligou estanho e cobre para fazer bronze.
Ο επιστήμονας ανέμειξε κασσίτερο με χαλκό για να φτιάξει μπρούτζο.

συνδέω

verbo transitivo (κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen finalmente ligou o cheiro estranho à pilha de roupas da filha adolescente no chão do quarto.
Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você não quiser escrever, pode sempre ligar.
Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις.

νοιάζομαι για κπ

verbo transitivo (figurado, ter afeto)

É claro que quero passar mais tempo contigo. Eu ligo para você.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

συμπίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ouvintes de rádio são encorajados a ligar para fazer comentários.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα

(rádio, participação do ouvinte)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele apresenta um programa de ligações na rádio local.
Είναι ο παρουσιαστής μιας εκπομπής του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν οι ακροατές και να βγουν στον αέρα.

βάζω μπρος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vá em frente e ligue o motor.

συνδέομαι

verbo transitivo (nota musical)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O C fica ligado à barra por meia batida.

είμαι συνδεδεμένος

verbo transitivo (música)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A semínima e a colcheia estavam ligadas.

παίρνω, καλώ

verbo transitivo (telefone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liguei para Fiona ontem, mas ela não atendeu.

τερματίζω

verbo transitivo (cabo) (ηλεκτρολογία: ενώνω άκρα σε κύκλωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ηλεκτρολόγος τερμάτισε την καλωδίωση.

συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul ligou os dois feixes.

ανάβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω, ενώνω

verbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles conectaram os dois vagões ferroviários.
Συνέδεσαν (or: ένωσαν) τα δύο βαγόνια για να σχηματιστεί ένα μεγαλύτερο τρένο.

συνδέω, προσαρμόζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω

verbo transitivo (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ

verbo transitivo (telefone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos ligar para ela e ver quais são seus planos.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

συνδέω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ

Gaby usou um cabo USB para ligar a impressora no computador.
Η Γκάμπι χρησιμοποίησε ένα καλώδιο USB για να συνδέσει τον εκτυπωτή με τον υπολογιστή.

συνδέω κτ με κτ

verbo transitivo

ενεργοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fusível queimado acionou o gerador de emergência.

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você se importa, então vai doar dinheiro para a causa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

συνδέω, συσχετίζω

(κπ/κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por alguma razão, eu associei Max com pasta de amendoim.
Για κάποιον λόγο, συνδέω τον Μαξ με το φυστικοβούτυρο.

συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A costureira prendeu os botões como última etapa no conserto do vestido.
Η μοδίστρα έβαλε τα κουμπιά στο τελευταίο στάδιο της επιδιόρθωσης του φορέματος.

δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
E daí que você está chateado? Eu não me importo.
Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου).

ενεργοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele disparou um alarme quando abriu a porta dos fundos.
Ενεργοποίησε έναν συναγερμό όταν άνοιξε την πίσω πόρτα.

τηλεφωνώ

(ligar de um telefone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward telefonou para todos os seus amigos.
Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του.

δένω

(μτφ: κόκκαλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O médico mandou Seth não por peso sobre sua perna até os ossos se unirem.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você cuidará de mim quando eu envelhecer?

τηλεφωνώ

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A experiência uniu mais o grupo.

τηλεφωνώ σε κπ

ενώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ

verbo transitivo (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela me telefonou ontem.
Με πήρε χτες.

συνδυάζω κτ με κτ

verbo transitivo

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela ligou ontem.
Πήρε χτες.

αντιστοιχίζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neste jogo, você tem que combinar as cartas com a mesma figura.
Σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αντιστοιχίσεις κάθε κάρτα με μια άλλη κάρτα που έχει το ίδιο σχέδιο.

συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ

(conectar mentalmente) (μεταφορικά)

O detetive associou o suspeito à cena do crime.
Ο ντετέκτιβ συνέδεσε τον ύποπτο με τον τόπο του εγκλήματος.

βάζω σε λειτουργία

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ

verbo transitivo

δένω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Segure o painel de madeira no lugar por alguns minutos enquanto o adesivo os une.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι δυο τους έχουν δέσει πολύ καλά από τότε που άρχισαν να δουλεύουν μαζί.

δένομαι

verbo pronominal/reflexivo (emocionalmente) (μεταφορικά: διαδικασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Julie sente que ela precisa de mais tempo para se ligar ao seu novo animal de estimação.
Η Τζούλη πιστεύει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να δεθεί με το νέο της σκυλάκι.

συνεργάζομαι με κπ

(agir em grupo)

πιάνω

(figurado, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέομαι

(figurado, unir-se por vínculos)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A partir do momento que nos encontramos, nós nos conectamos.

βγάζω φλας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você sempre deve sinalizar para os outros quando está prestes a fazer uma curva.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει πάντα να βγάζεις φλας ώστε οι άλλοι χρήστες του δρόμου να ξέρουν πως πρόκειται να στρίψεις.

ενώνομαι με κτ

No cruzamento 4, o tráfego se funde com a estrada A.

γειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa conexão aterra o dispositivo para evitar que ele dê choque.

ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει.

τηλεφωνικό σεξ

expressão verbal (gíria, vulgar)

δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ

(desconsiderar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάβω, ανοίγω

(φως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω τις τελίτσες, συνδέω τις τελίτσες

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπεραίνω

(fazer inferências)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε

(ligar de volta para alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση.

συνδέομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αυτά τα κομμάτια συνδέονται για να κρατήσουν τις δέστρες στη θέση τους.

παίρνω τηλέφωνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vou retornar assim que possível.
Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.

τακιμιάζω

verbo pronominal/reflexivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο

locução verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou tentando ligar para o presidente, mas ele não atende o telefone.
Προσπαθώ να βρω τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, αλλά δεν απαντάει.

βάζω στην πρίζα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A máquina não está funcionando porque você não ligou na tomada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έβαλε την τηλεόραση στην πρίζα και την άνοιξε.

-

expressão verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A tela do computador fica ligando e desligando.
Η οθόνη του υπολογιστή αναβοσβήνει συνέχεια.

ξαναξεκινώ

(carro) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξαναβάλε μπρος το αμάξι και παρατήρησε αν εξαφανιστεί ο θόρυβος.

παίρνω τηλέφωνο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu ligo de volta para ela mais tarde.
Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα.

συνδέομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os vagões ligavam-se para formar um trem mais longo.
Τα βαγόνια συνδέθηκαν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο τρένο.

γίνομαι φίλος

verbo pronominal/reflexivo (φιλική σχέση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minha esposa e eu nos ligamos pela primeira vez quando estávamos no ensino médio.
Η γυναίκα μου κι εγώ τα πρωτοφτιάξαμε όταν ήμασταν στο γυμνάσιο.

γειώνω

locução verbal (eletricidade) (ηλεκτρολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έχεις γειώσει αυτή την πρίζα;

συνδέομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενώνομαι

(με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nesta receita, os ovos se ligam à farinha.

κρατάω κπ δεμένο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sua rede estreita de amigos e colegas liga o Tom à Universidade.

καλωδιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικοινωνώ με κτ, κπ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ligar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του ligar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.