Τι σημαίνει το levemente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης levemente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του levemente στο πορτογαλικά.

Η λέξη levemente στο πορτογαλικά σημαίνει ελαφρά, ανάλαφρα, ελαφρά, απαλά, λίγο, ελάχιστα, λίγο, κάπως, ελαφρά, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, αμυδρά, αχνά, ελαφρά, ελαφριά, απαλά, χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά, λίγο/ελαφρώς όξινος/ξυνός, κουτσαίνω ελαφρά, ελαφρώς όξινος, φυσώ, ακουμπάω κτ σε κτ, αγγίζω, ακουμπώ, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης levemente

ελαφρά

advérbio (não muito sério) (όχι σοβαρά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Πήρε ελαφρά τις προσβολές του, δεν φάνηκε να αναστατώνεται καθόλου.

ανάλαφρα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela caminhava tão levemente que mal deixava pegadas.
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που σχεδόν δεν άφηνε πατημασιές στο έδαφος.

ελαφρά, απαλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Βούρτσισε τα μαλλιά του μωρού πολύ απαλά (or: ελαφρά).

λίγο, ελάχιστα

(um pouco, muito levemente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λίγο, κάπως

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu estou me sentindo ligeiramente (or: levemente) cansado depois da caminhada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη.

ελαφρά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

(levemente, um pouco)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμυδρά, αχνά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ελαφρά, ελαφριά, απαλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele a toucou gentilmente para chamar sua atenção.

χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά

(BRA)

λίγο/ελαφρώς όξινος/ξυνός

locução adjetiva (um pouco forte, um pouco azedo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουτσαίνω ελαφρά

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελαφρώς όξινος

locução adjetiva (contendo ácido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυσώ

(vento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακουμπάω κτ σε κτ

αγγίζω, ακουμπώ

locução verbal (ακουμπώ απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η λευκή μπάλα μόλις που ακουμπούσε (or: χάιδευε) τη μαύρη μπάλα.

αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ

(με μικρές κινήσεις)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του levemente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.