Τι σημαίνει το la στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης la στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του la στο ισπανικά.
Η λέξη la στο ισπανικά σημαίνει την, Α, λα, δικός της, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, σε, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, τον, την, το, -, λα, του, μου, τους, μας, τεχνολογία πληροφοριών, δικός της, κυνηγάω, της τεχνολογίας πληροφοριών, μοδάτος, μοντέρνος, οργανωσιακός, αφανής, δυσδιάκριτος, σικάτος, αφηρημένος, πολυτελής, τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός, γεροντικός, ασκεπής, σχετικός με τη θεωρία της εξέλιξης, εμπειρικός, μυθολογικός, αφηρημένος, ξεχασιάρης, προπολεμικός, αντιπολεμικός, εμμηνοπαυσιακός, παράλιος, οπερατικός, ορθογραφικός, προτασιακός, απόρρητος, αρχιεπισκοπικός, χαρωπός, πρόσχαρος, εξωδικαστικός, αντιληπτικός, απογευματινός, που προασπίζεται τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, ιδιοκτησιακός, πετροπλυμένος, έξαλλος, είμαι ανάξιος λόγου, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, αγανακτισμένος, βραδυνός, ψωνισμένος, βάζω μαύρες πλερέζες, της Τοσκάνης, ορεινός, παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα, σπασμένος στα δύο, προμεσημβρινός, γεμάτος αγωνία, στα κάρβουνα, ξεδιψαστικός, όπως, ακριβώς, πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, ανοιχτά, ελεύθερα, άψογα, τέλεια, κομψά, διστακτικά, στατιστικά, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, βιαστικά, εποχιακά, εποχικά, στους αρχαίους χρόνους, στην αρχαιότητα, χθες το βράδυ, θολά, απόλυτα συγκεντρωμένος, κραυγή κυνηγών κατά την εμφάνιση αλεπούδων, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, να πάρει!, άνθρωπος, Κίνα, ίντερνετ, internet, τηλεόραση, στη γάστρα, μαλάκας, παπάρας, γαμιόλης, πρωταγωνιστής, μετά θάνατον ζωή, παγίδευση, ματάκι, φυγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης la
τηνpronombre (αιτιατική) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) ¿La has visto hoy? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα. |
Αnombre femenino (nota musical) (νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La canción comienza en la. |
λαnombre femenino (clave musical) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Esta noche están tocando el concierto para piano en la menor de Grieg. |
δικός της(antes de sustantivo) (κτητική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este es su libro, no el mío. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) El niño fue a dar un paseo. Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) New: El Vaticano es el país más pequeño del mundo. Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) El sol es muy brillante. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε. |
σε(tuteo, voseo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Te quiero. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγαπώ εσένα, όχι τον αδερφό σου. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) El reportero le hizo una pregunta al presidente. Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Ese fue el examen más fácil. Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) ¿Tiene futuro en la sociedad el periódico? Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας; |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) El Tajo de Ronda es conocido por su belleza. Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Este pantalón va por debajo de el ombligo. |
ο, η, το(masculino singular) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Cuando tenga el dinero te compraré un diamante. |
ο ιδανικός, ο καλύτερος(enfático, masculino singular) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Angelina es el lugar si quieres tomarte un chocolate en París. Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι. |
τον, την, τοpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Lo trajo a la fiesta. Το έφερε στο πάρτυ. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Me gusta los desafíos. Me gustan las aventuras. Μου αρέσουν οι προκλήσεις. |
λαnombre femenino (μουσική νότα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
του(antes de sustantivo) Me gusta su sombrero nuevo. Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο. |
μου(antes del sustantivo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) ¿Has visto mis llaves? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο. |
τους(antes de sustantivo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Es su perro. Είναι ο σκύλος τους. |
μας
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) A nuestro trabajo le falta mucho. Η δική μας δουλειά δεν έχει τελειώσει ούτε κατά προσέγγιση. |
τεχνολογία πληροφοριών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No había lecciones de informática en la escuela cuando yo era chico. |
δικός της(κτητικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Ese libro es suyo o mío? Εκείνο το βιβλίο είναι αυτηνής ή δικό μου; |
κυνηγάω(juegos de niños) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Tú paras! |
της τεχνολογίας πληροφοριών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοδάτος, μοντέρνος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve es muy moderno; siempre viste a la última moda. Ο Στιβ είναι πολύ μοντέρνος· πάντα είναι ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας. |
οργανωσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cultura organizativa en mi compañía es muy amigable. Η οργανωσιακή κουλτούρα στην εταιρεία μου είναι πολύ φιλική. |
αφανής, δυσδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por suerte, la mancha en el mantel pasaba inadvertida. |
σικάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡La chaqueta nueva de Kendra es elegante! |
αφηρημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Jocelyn es una persona rigurosa y no le gusta tratar con despistados. |
πολυτελής(vulgar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεροντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Como enfermera, Molly se especializa en cuidados geriátricos. |
ασκεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχετικός με τη θεωρία της εξέλιξης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aun hoy en día la teoría evolutiva es ignorada por algunas personas. |
εμπειρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los solicitantes tienen que cumplir con algunos requerimientos experenciales. |
μυθολογικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El antropólogo estudió las creencias mitológicas del África subsahariana. |
αφηρημένος, ξεχασιάρης(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El profesor es muy inteligente pero despistado, siempre olvida dónde ha dejado las llaves o la billetera. |
προπολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιπολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμμηνοπαυσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οπερατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορθογραφικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προτασιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόρρητος(MX, AR) (τηλέφωνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχιεπισκοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρωπός, πρόσχαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξωδικαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιληπτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απογευματινός(απόγευμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που προασπίζεται τη χρήση πυρηνικής ενέργειας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιδιοκτησιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πετροπλυμένος(ύφασμα ντένιμ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έξαλλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su estupidez me puso enojadísimo. Estaba enojadísima cuando me robaron el anillo. Η βλακεία του με έκανε να τα πάρω άσχημα. |
είμαι ανάξιος λόγου
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El leve inconveniente de haber tenido que esperar es insignificante. |
βαριεστημένος μέχρι θανάτου(coloquial) (μεταφορικά) El documental de pesca era aburridísimo y no podía esperar a que terminara. |
αγανακτισμένος(persona) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Parecés harto. ¿Qué pasó? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
βραδυνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψωνισμένος(ES, coloquial) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ella era una verdadera pija, se creía mejor que los demás. Ήταν μεγάλο ψώνιο, θεωρούσε ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους. |
βάζω μαύρες πλερέζες(μτφ: απογοητευμένος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
της Τοσκάνης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σπασμένος στα δύο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προμεσημβρινός(hora) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος αγωνία
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
στα κάρβουνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεδιψαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όπως(με ό,τι τρόπο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes hacerlo como quieras. ¡Sólo hazlo! Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το! |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El alumno siguió las instrucciones del profesor exactamente y constestó correctamente todas las preguntas. Ο μαθητής ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του δασκάλου και βρήκε όλες τις απαντήσεις. |
πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La caza está completamente prohibida en este bosque. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχουμε υποθήκη στο σπίτι μας. Είναι εντελώς δικό μας. |
ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No puedo hablar por teléfono y cocinar simultáneamente. |
ανοιχτά, ελεύθερα(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vivieron abiertamente como una pareja gay durante años. |
άψογα, τέλεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Julian realizó el truco de magia perfectamente. |
κομψά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los jóvenes profesionales estaban vestidos elegantemente con trajes negros. |
διστακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aunque no hablaba inglés de manera fluida, la mujer lo hablaba titubeando. |
στατιστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Este modelo de automóvil no se consigue ahora. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
βιαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nunca debes tomar una decisión importante apresuradamente. |
εποχιακά, εποχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στους αρχαίους χρόνους, στην αρχαιότητα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
χθες το βράδυ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
θολά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El sol salió brumosamente por entre los campos. |
απόλυτα συγκεντρωμένος
|
κραυγή κυνηγών κατά την εμφάνιση αλεπούδων(voz inglesa) (προτροπή προς τα κυνηγόσκυλα για επίθεση) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη(vulgar) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mierda, no puedo creer que hayas dicho eso. |
να πάρει!(vulgar) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos. |
άνθρωπος(ον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los humanos han habitado la tierra durante miles de años. Οι άνθρωποι υπάρχουν στη γη εδώ και χιλιάδες χρόνια. |
Κίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nació en China pero se crió en los Estados Unidos. Γεννήθηκε στην Κίνα, αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ. |
ίντερνετ, internet
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La internet ahora conecta computadoras en todos los países del mundo. Το διαδίκτυο πλέον συνδέει υπολογιστές από όλες τις χώρες του κόσμου. |
τηλεόραση(οπτικό μέσο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cantidad de empleos en la radiodifusión ha estado disminuyendo año tras año. |
στη γάστρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy cocinando una cazuela de cordero con puerros y morrones rojos para la cena. |
μαλάκας, παπάρας, γαμιόλης(vulgar) (προσβλητικό, χυδαίο, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¡Ese cabrón me robó las llaves del auto! |
πρωταγωνιστής(βασικός χαρακτήρας σε έργο κλπ.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El protagonista es un profesor universitario desempleado. Η πρωταγωνίστρια είναι μια άνεργη καθηγήτρια πανεπιστημίου. |
μετά θάνατον ζωή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παγίδευση(νομικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El acusado protestó diciendo que él era una víctima de inducción. |
ματάκι(μεταφορικά: στην πόρτα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) David espiaba a su hermana a través de una mirilla en la pared. |
φυγή(από την πραγματικότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vida real estresa tanto a Amanda que ella busca una forma de escapismo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του la στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του la
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.