Τι σημαίνει το knockout στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης knockout στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knockout στο Αγγλικά.
Η λέξη knockout στο Αγγλικά σημαίνει νοκ άουτ, νοκ-άουτ, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, κούκλος, κούκλα, άπαιχτος, αφήνω ξερό, κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός, βγάζω νοκ άουτ, αποκλείω, κάνω κπ να τα δει όλα, ξεπετάω, ξεπετώ, χτύπημα νοκ άουτ, τελειωτικό χτύπημα, φάση νοκ-άουτ, γύρος νοκ-άουτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης knockout
νοκ άουτ, νοκ-άουτnoun (KO: winning boxing punch) (μποξ: η τελική γροθιά) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The boxer won with a knockout. |
νοκ άουτ, νοκ-άουτnoun (KO: win by knockout in boxing) (μποξ: νίκη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) That was a technically perfect knockout. |
κούκλος, κούκλαnoun (slang, figurative ([sb] very attractive) (πολύ όμορφος/η) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) That Victoria's Secret model is a real knockout. |
άπαιχτοςadjective (slang, figurative (excellent, impressive) (αργκό, μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That was a knockout shot in the basketball game! |
αφήνω ξερόphrasal verb, transitive, separable (informal (strike unconscious) (καθομιλουμένη: λιποθυμία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The goalkeeper collided with the striker and knocked him out. Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ. |
κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερόςphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (send to sleep) (αργκό, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The chloroform knocked her out. Το χλωροφόρμιο την κοίμισε. |
βγάζω νοκ άουτphrasal verb, transitive, separable (KO: defeat in boxing match) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boxer knocked out his opponent in the third round. Ο μποξέρ έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλό του στον τρίτο γύρο. |
αποκλείωphrasal verb, transitive, separable (competitor: eliminate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In the semi-final of the competition, Manchester United knocked Liverpool out. Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ. |
κάνω κπ να τα δει όλαphrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (impress) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sophie knocked everybody out with her great singing voice. Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της. |
ξεπετάω, ξεπετώphrasal verb, transitive, separable (slang (do hurriedly) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben quickly knocked the essay out. Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία. |
χτύπημα νοκ άουτnoun (boxing: winning punch) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The boxer is in a coma following a knockout blow in the ring. |
τελειωτικό χτύπημαnoun (figurative, informal ([sth] devastating) If Reus left now, it would be a knockout blow for the team. |
φάση νοκ-άουτ, γύρος νοκ-άουτnoun (competition: elimination round) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My team was eliminated in the knockout stage of the competition. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knockout στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του knockout
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.