Τι σημαίνει το fixing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fixing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fixing στο Αγγλικά.

Η λέξη fixing στο Αγγλικά σημαίνει γαρνιτούρες, επισκευάζω, επιδιορθώνω, στερεώνω, καθορίζω, σταθεροποιώ, ετοιμάζω, φτιάχνω, συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω, στήνω, κρατώ σταθερό, σταθεροποιώ, επισκευή, δόση, στήσιμο, σφίγγω, επεξεργάζομαι, διορθώνω, φτιάχνω, κανονίζω, στειρώνω, καθορισμός τιμών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fixing

γαρνιτούρες

plural noun (US (food: accompaniments, trimmings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I already have all the fixings I need to make a salad.

επισκευάζω, επιδιορθώνω

transitive verb (put right, repair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will fixed his bike with some small tools. The student fixed the mistakes in her homework.
Ο μαθητής διόρθωσε τα λάθη στην έκθεσή του.

στερεώνω

transitive verb (attach) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me fix this poster to the wall.
Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο.

καθορίζω, σταθεροποιώ

transitive verb (price: set) (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We fixed the price at nineteen dollars each.
Παγώσαμε την τιμή στα δεκαεννιά δολάρια το τεμάχιο.

ετοιμάζω, φτιάχνω

transitive verb (meal, food: prepare) (γεύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She fixed the meal for the children.
Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών.

συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω

transitive verb (attention: direct) (την προσοχή μου σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now fix your attention on the tallest player.
Τώρα στρέψε την προσοχή σου στον ψηλότερο παίκτη.

στήνω

transitive verb (informal (artificially ensure result) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The election was fixed, and the government candidate won easily.
ΟΙ εκλογές ήταν στημένες και ο κυβερνητικός υποψήφιος κέρδισε εύκολα.

κρατώ σταθερό

transitive verb (hold steady)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The optometrist told him to fix his eyes on the dot on the wall.
Ο οπτικός του είπε να εστιάσει το βλέμμα του στην κουκκίδα στον τοίχο.

σταθεροποιώ

transitive verb (make permanent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We use this chemical to fix the colours in the T-shirt.
Χρησιμοποιήσαμε αυτό το χημικό για να σταθεροποιήσουμε τα χρώματα στο μπλουζάκι.

επισκευή

noun (informal (repairs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fix had not lasted long, and the car was back in the repair shop.

δόση

noun (slang (drugs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The addict got his fix from cocaine.

στήσιμο

noun (slang (bribery) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mafia arranged the fix for the boxing match.

σφίγγω

intransitive verb (become solid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gelatine fixes in one hour.

επεξεργάζομαι

transitive verb (photography)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer fixed the prints in the correct solution.

διορθώνω

transitive verb (informal (adjust, touch up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me fix my make-up and we can go.

φτιάχνω, κανονίζω

transitive verb (US, slang (take revenge on) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He is going to fix you right when he finds out about this!

στειρώνω

transitive verb (informal (neuter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, all the dogs have been fixed so they won't have any puppies.

καθορισμός τιμών

noun (agreed control of prices) (παράτυπος, παράνομος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Department of Justice has accused the publisher of price fixing.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fixing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.