Τι σημαίνει το fit στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fit στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fit στο Γαλλικά.
Η λέξη fit στο Γαλλικά σημαίνει κάνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, κάνω, κάνω, κάνει, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, κάνω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, βγαίνω σε κτ, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, βγάζω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, πηγαίνω με κτ, σκαρώνω, φροντίζω να γίνει κτ, καταβάλω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, παίζω, απασχολημένος, ξεκινώ, εργάζομαι, δουλεύω, ισοφαρίζω, παίρνω, κάνω, ανάβαση, -, κάνω νόημα, εκτελώ καθήκοντα, κάνω, κάνω, κάνω, λέω, σκάω, μετακινούμαι, κάνω, πετυχαίνω, διεξάγω, σκάβω, φτιάχνω, η υλοποίηση, η πραγματοποίηση, ίσον, φτιάχνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, παρασκευάζω, αγοράζω, διοργανώνω, παριστάνω, προσποιούμαι, παριστάνω, έχω, απλώνω, κάνω, βάζω, κάνω, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, φτάνω, αρκώ, κάνω, θα κάνω κτ, ψάχνω, πάω να κάνω κτ, ξεκινάω, αρχίζω, βλέπω, κοιτάζω, πάω κτ για κτ, -, κάνω, φτιάχνω, ρίχνω, κάνω κτ σε κτ, ενθουσιασμένος, προσεκτικός, σχολαστικός, λεπτολόγος, αβέβαιος, γεμάτος εμπιστοσύνη, ενήλικος, συγκινητικός, σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς, κατά λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fit
κάνωverbe transitif (εργασίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qu'est-ce que tu fais cette après-midi ? Quand Peter a pris sa retraite, il ne savait pas quoi faire toute la journée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα; |
φτιάχνωverbe transitif (créer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En tant qu'artiste il faisait des choses fabuleuses avec des restes de métal. Quelle belle peinture ; c'est toi qui l'as faite ? Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες; |
κάνωverbe transitif (une tâche,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais faire la vaisselle, puisque tu as cuisiné. Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα. |
κάνωverbe transitif (métier) (επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que faites-vous dans la vie ? La mère de George est chauffeur de bus ; je ne sais pas ce que fait son père. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι δουλειά κάνεις; |
φτιάχνω, κάνωverbe transitif (un gâteau,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma mère veut faire un gâteau pour ma fête. Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου. |
κάνω, προκαλώ, δημιουργώ(du bruit, un trou,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chiens ont fait du vacarme dans la rue. Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο. |
κάνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Faites ce que je dis, pas ce que je fais. |
κάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais comme cela avec les mains. |
κάνειverbe intransitif (temps, météo) (π.χ. κρύο, ζέστη) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il fait froid aujourd'hui ; prends un bonnet et des gants. |
φτιάχνωverbe transitif (fabriquer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le couturier pouvait faire six robes par jour. |
κάνωverbe transitif (causer) (κακό, ζημιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La drogue peut faire beaucoup de dégâts. |
κάνωverbe transitif (étudier) (διδάσκομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous n'avons pas encore fait de trigonométrie. Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία. |
ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω(préparer : la cuisine, animation,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Moi, je ferai le repas et Julien, la déco. |
κάνωverbe transitif (ό,τι μπορώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qu'importe que tu aies l'examen ou pas ; fais de ton mieux. |
μαγειρεύω, φτιάχνωverbe transitif (cuisiner) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais faire un rôti ce week-end. |
κάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne fait pas ce genre de choses ici. |
γράφωverbe transitif (écrire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa prochaine idée est de faire un livre sur l'histoire de Wimbledon. |
κάνωverbe transitif (parcourir) (απόσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons fait cinq cents miles en deux jours. |
φτιάχνωverbe transitif (décorer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont fait la chambre du bébé en jaune, au cas où. |
πηγαίνω, πάωverbe transitif (visiter) (ταξίδι, εκδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous allons faire la Côte d'Azur cet été. |
κάνωverbe transitif (un bébé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faisons un bébé ! Ας κάνουμε ένα μωρό! |
φτιάχνωverbe transitif (un lit) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les filles doivent faire leur lit tous les matins. Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί. |
φτιάχνωverbe transitif (établir : une loi,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le corps législatif fait les lois. Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους. |
κάνωverbe transitif (une erreur, une faute) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai fait une erreur en dépensant cet argent. Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα. |
κάνωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qu'est-ce qui fait un bon écrivain ? Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα; |
σχηματίζω, διαμορφώνω(un commentaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prochaine fois, abstiens-toi de faire un commentaire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα. |
βγαίνω σε κτ(les gros titres) (καθομιλουμένη) La catastrophe a fait les gros titres du soir. Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. |
κάνωverbe transitif (à l'impératif) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne reste pas assis là comme ça, fais quelque chose ! |
φτιάχνω, κατασκευάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants ont fait (or: ont construit) des maisons avec leurs cubes. Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους. |
φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγωverbe transitif (un produit,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette usine fabrique des verrous. Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες. |
φτιάχνωverbe transitif (un vêtement,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les artisans ont fabriqué (or: ont confectionné) des chapeaux à partir de feuilles de palmier. Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα. |
βγάζωverbe transitif (un discours) (μεταφορικά: λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tous les candidats ont fait (or: ont prononcé) des discours. Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες. |
κάνωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deux et deux font quatre. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
κάνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est sept dollars. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάνει εφτά δολάρια. |
κάνω(du mal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils se sont donné beaucoup de mal pour arriver à l'heure. |
κάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon licenciement va me permettre d'avoir du temps pour faire des choses dans la maison. Λόγω της απόλυσής μου θα έχω περισσότερο χρόνο να κάνω μερικές δουλειές στο σπίτι. |
πηγαίνω με κτ(du vélo, de la moto) Je fais du vélo tous les jours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο. |
σκαρώνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φροντίζω να γίνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Et fais-le avant midi ! |
καταβάλω(des efforts) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ne devrais pas faire autant d'efforts pour ses projets. Δεν χρειάζεται να καταβάλεις τόση προσπάθεια σε αυτά τα πρότζεκτ. |
φτιάχνωverbe transitif (ses valises) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as déjà fait tes valises ? Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai tellement de travail à faire cette semaine, je ne sais pas comment je vais tout faire ! // J'ai encore beaucoup de révisions à faire avant l'examen. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω. |
παίζω(courant : un accord) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comment est-ce que tu fais un accord de do à la guitare ? Πώς παίζεις μια χορδή Α στην κιθάρα; |
απασχολημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ξεκινώverbe transitif (un voyage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai hâte de faire ce voyage. Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο. |
εργάζομαι, δουλεύωverbe transitif (travailler) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai fait 15 heures aujourd'hui. Σήμερα δούλεψα 15 ώρες. |
ισοφαρίζωverbe transitif (Sports : match nul) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont fait match nul grâce au dernier point. Ισοφάρισαν με το τελευταίο γκολ. |
παίρνω(une tête spécifique) (ύφος, έκφραση) Mon chien fait toujours un tête triste quand il veut à manger. Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό. |
κάνωverbe transitif (un trou) (τρύπα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a fait un trou dans son pull. Ο Τζιμ έκανε μια τρύπα στο πουλόβερ του. |
ανάβασηverbe transitif (du vélo, de la moto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La façon étrange dont Alan faisait du vélo lui a valu de nombreux regards. |
-verbe transitif (au futur de l'indicatif) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) "Depuis notre premier rendez-vous, je veux l'épouser, et je le ferai", pensa-t-il. «Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε. |
κάνω νόημαverbe transitif (signe à [qqn]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Essayant de ne pas faire de bruit, il lui a fait signe de s'approcher. |
εκτελώ καθήκονταverbe transitif (personne) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a fait le secrétaire pendant cette réunion et a pris des notes. Εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα στη σύσκεψη και κρατούσε σημειώσεις. |
κάνωverbe transitif (des achats) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai quelques courses à faire. Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες. |
κάνωverbe transitif (un saut périlleux,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marla faisait des sauts périlleux sur la pelouse. |
κάνω, λέω(une prière) (προσευχή σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est allé à l'église et a fait une prière à la Vierge Marie. |
σκάωverbe transitif (un sourire) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a fait un large sourire quand elle a gagné le match. Όταν κέρδισε το παιχνίδι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο |
μετακινούμαιverbe transitif (un pas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fit trois pas sur la gauche. |
κάνωverbe transitif (une bêtise,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne fais pas de blagues stupides pendant le dîner. Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο. |
πετυχαίνωverbe transitif (Golf) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai fait 69 hier ! |
διεξάγω(la guerre, campagne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce journal essaie de nuire à la réputation de cette célébrité en faisant une campagne de publicité négative. |
σκάβωverbe transitif (un trou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνωverbe transitif (du thé) (για ρόφημα ή ποτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
η υλοποίηση, η πραγματοποίηση
Il est plus difficile d'accomplir l'action que d'en parler. Η υλοποίηση ενός έργου απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από τη θεωρητική ενασχόληση με αυτό. |
ίσον(Mathématiques : résultat) (μαθηματικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Deux et deux font (or: égalent) quatre. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
φτιάχνω, ετοιμάζωverbe transitif (du thé, du café) (καφέ, τσάι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Holly a préparé de la tisane pour ses invités. Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της. |
φτιάχνωverbe transitif (για φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρασκευάζωverbe transitif (με ανάμειξη συστατικών) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais faire quelques milkshakes à la fraise. Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα. |
αγοράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'argent ne fait (or: procure) pas le bonheur. |
διοργανώνωverbe transitif (une fête) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a fait (or: organisé) une fête pour notre nouvelle maison. |
παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle n'était pas vraiment blessée : elle simulait seulement. Δεν είχε χτυπήσει στα αλήθεια, απλά το έπαιζε. |
προσποιούμαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a feint la surprise en apprenant la nouvelle même si elle était déjà au courant. |
έχω(obligation morale) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois finir mes devoirs. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. |
απλώνωverbe pronominal (chaussures) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chaussures seront à la bonne taille une fois qu'elles se seront faites. Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν. |
κάνω(καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je l'ai persuadé de me donner une augmentation. Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση. |
βάζω, κάνω(καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mes parents me font manger des légumes. Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά. |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai l'occasion d'aller à Paris cet été. Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι. |
φτάνω, αρκώlocution verbale (για να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est allé jusqu'à la supplier à genoux de ne pas le quitter. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά. |
κάνωlocution verbale (κπ/κτ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il me fait tout le temps rire. Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω. |
θα κάνω κτlocution verbale (futur) (μέλλοντας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake va nettoyer la salle de bains plus tard. Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard cherchait à trouver un travail à l'usine du coin. |
πάω να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake allait retirer un cheveu sur la joue de Leah, mais celle-ci s'est retournée juste à ce moment-là. |
ξεκινάω, αρχίζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Commençons à peindre avant qu'il ne fasse trop sombre pour y voir quoi que ce soit. Ας ξεκινήσουμε (or: αρχίσουμε) να ζωγραφίζουμε πριν σκοτεινιάσει πολύ και δεν βλέπουμε τι κάνουμε. |
βλέπω, κοιτάζω(μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette maison a cinq fenêtres qui donnent sur la rue. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
πάω κτ για κτverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je dois faire réparer ma voiture. Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο. |
-verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je dois faire réparer ma voiture. Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο. |
κάνω, φτιάχνωverbe pronominal (un nom) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill essaie de se faire un nom dans les affaires. Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση. |
ρίχνωverbe pronominal (vulgaire) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il peut essayer de se la faire, mais il n'y arrivera pas. |
κάνω κτ σε κτ
Ce match de rugby a fait beaucoup de dégâts à la pelouse. |
ενθουσιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Το ενθουσιασμένο κουταβάκι έτρεχε στην αυλή σε κύκλους. Η Νελ ξεκινάει το σχολείο αύριο και είναι ενθουσιασμένη. |
προσεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis un conducteur prudent. Είμαι προσεκτικός οδηγός. |
σχολαστικός, λεπτολόγος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Max est difficile en matière de nourriture. |
αβέβαιος(événement, temps,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος εμπιστοσύνη
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ενήλικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συγκινητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'opposition monte régulièrement dans les sondages d'opinion et il y a de fortes chances qu'elle remporte les prochaines élections. Η αντιπολίτευση κερδίζει σταθερά έδαφος στις δημοσκοπήσεις και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. |
κατά λάθος(απροσχεδίαστα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fit στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του fit
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.