Τι σημαίνει το finir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης finir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finir στο Γαλλικά.

Η λέξη finir στο Γαλλικά σημαίνει καταλήγω, τελειώνω, τερματίζω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, καταλήγω, τελειώνω, καταλήγω, αντέχω, καταλήγω, τελειώνω, ξεπετάω, καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τρώω όλο, σταματάω, σταματώ, καταλήγω, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, πηγαίνω, πάω, βγαίνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, τελειώνω, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, διαλύω, τελειώνω, εκτελώ, τελειώνω, καταλήγω με κτ, καταλήγω να κάνω κτ, καταλήγω, τελικά, βουτάω, βουτώ, τελικά, κερδίζω, νικώ, χτυπώ κάρτα, τελικά, παρατεταμένος, ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος, με την πάροδο του χρόνου, θα έχει άσχημη κατάληξη, ανέβασμα του τόνου, τελειώνω με κτ, φτάνω στο νεκρό σημείο, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, τηρώ μια προθεσμία, τελειώνω κάτι, προκύπτω, διαρκώ για πάντα, συνεχίζω επ'άπειρον, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, λήγω, τελειώνω, πίνω, τελειώνω το φαγητό μου, τραβάω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, κάποτε, ασταμάτητα, σε λίγο, γίνομαι, ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση, ξεστομίζω, λέω, γυρίζω πάλι στην αρχή, και έπειτα, και μετά, έρχομαι ισοπαλία, σταματάω, σταματώ, έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία, καταλήγω σε, προσπαθώ να κάνω κτ, είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης finir

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a fini la boîte de céréales et a dû en ouvrir une autre.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

τερματίζω

verbe transitif (une distance) (σε αγώνα δρόμου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a fini la course en 35 minutes.
Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon cours finit (or: se termine) à midi.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

τελειώνω

(έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il aura fini (or: aura terminé) la traduction dans 30 minutes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veuillez finir (or: terminer) pour que nous puissions partir.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'espérais qu'en prenant le métro, je me retrouverais dans le centre de Paris.
Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού.

τελειώνω

(φτάνω στο τέλος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le concert s'est terminé par un concerto pour violon de Mozart.
Η συναυλία έκλεισε με ένα κονσέρτο για βιολιά του Μότσαρτ.

καταλήγω

(familier) (σε κάποιο αποτέλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Où tout cela va-t-il se finir ?
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continuer à dépenser comme ça et tu finiras sans un sou.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois finir mes devoirs avant d'aller au centre commercial.

ξεπετάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fini une dissertation de science po en attendant qu'elle se prépare.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fini le gâteau sans en offrir une seule part à qui que ce soit.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a fini son repas puis a quitté la maison.
Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu dois finir tes légumes avant d'avoir du dessert.

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finissons et rentrons à la maison.

τρώω όλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu finis tous tes légumes, tu pourras avoir du dessert.
Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο.

σταματάω, σταματώ

verbe intransitif (école)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'école finit la semaine prochaine pour les vacances d'été.
Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbe intransitif (école, cours)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'école finit à 15 heures.

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

verbe transitif (κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finis le rapport avant de rentrer.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fini son allocution sur une boutade destinée à détendre l'auditoire.
Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω, πάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les pronostics sont bons, mais il est trop tôt pour savoir comment ça va finir.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

βγαίνω

(από κατάσταση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aurais achevé ce tableau d'ici vendredi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί.

λήγω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est l'heure d'aller déjeuner : j'aimerais bien qu'ils concluent cette réunion soporifique !
Είναι ώρα για μεσημεριανό. Εύχομαι να τελείωναν με αυτή τη βαρετή σύσκεψη!

τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je m'en fiche de gagner la course, je veux simplement ne pas arriver dernier.
Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος.

διαλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.

τελειώνω

verbe transitif (Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe a terminé (or: fini) le match avec un but à la dernière minute pour le remporter sur le score de 3 à 1.

εκτελώ

verbe transitif (παραγγελία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'usine finit les commandes en une semaine. Le traducteur a terminé le projet en trois jours.
Ο μεταφραστής παρέδωσε το πρότζεκτ σε τρεις μέρες.

τελειώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tania a terminé (or: fini) de cuire le dîner et l'a servi.

καταλήγω με κτ

Je n'aurais jamais fait de parachute si j'avais su que je me retrouverais avec une jambe cassée.
Δεν θα έκανα ποτέ skydiving, αν ήξερα ότι θα κατέληγα με σπασμένο πόδι.

καταλήγω να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous essayions d'aller à Brighton, mais nous nous sommes retrouvés à Hastings.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il décida finalement d'acheter la voiture verte.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

βουτάω, βουτώ

(jus de viande et de légumes) (το υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τελικά την τέλειωσε τη δουλειά του.

κερδίζω, νικώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπώ κάρτα

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils vont finalement se rendre compte que tu as raison.

παρατεταμένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y en a marre de ses discours à n'en plus finir !
Έχω βαρεθεί να ακούω τους μακριούς, παρατεταμένους λόγους του.

ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai failli m'endormir lors du sermon sans fin (or: interminable) du pasteur.

με την πάροδο του χρόνου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tu l'oublieras avec le temps.

θα έχει άσχημη κατάληξη

ανέβασμα του τόνου

(Linguistique anglaise)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τελειώνω με κτ

Mieux vaut en finir maintenant plutôt que de laisser ça pour la dernière minute.

φτάνω στο νεκρό σημείο

locution verbale (figuré, familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au train où vont les choses, on aura de la chance si on ne finit pas dans le rouge à la fin de l'année.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au début, je n'aimais pas les mangues, mais j'ai fini par les aimer.

τηρώ μια προθεσμία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελειώνω κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκύπτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαρκώ για πάντα

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω επ'άπειρον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

(σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai fini dernier à la race.

έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος

locution verbale

Mark a fini premier de la course.

λήγω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω, πίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finis ton verre, il faut y aller !

τελειώνω το φαγητό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu finis ton assiette, nous aurons plus de temps pour jouer.
Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le film de trois heures traînait en longueur.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Un de ces jours, je réparerai les toilettes mais je n'en ai pas envie aujourd'hui.
Θα φτιάξω την τουαλέτα κάποια στιγμή, αλλά δεν μου έρχεται να το κάνω σήμερα.

ασταμάτητα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Patience, je finirai par le faire.

γίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση

locution verbale (Militaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
650 élèves officiers de l'Army Foundation College de Harrogate ont fini leurs classes.
650 δόκιμοι από την στρατιωτική ακαδημία στο Χάρογκειτ ολοκλήρωσαν τη βασική τους εκπαίδευση.

ξεστομίζω, λέω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il savait que tôt ou tard, elle finirait par dire la vérité.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

γυρίζω πάλι στην αρχή

locution verbale (son)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και έπειτα, και μετά

(ακολουθεί ρήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υπήρξε ηθοποιός σε ταινίες για τριάντα χρόνια και στη συνέχεια άρχισε να τις σκηνοθετεί.

έρχομαι ισοπαλία

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι δύο ομάδες ήρθαν ισοπαλία.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est vendredi, alors je finis plus tôt aujourd'hui.

έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία

(Sports, Jeu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aucune des équipes n'a gagné : elles ont fait match nul.
Καμία ομάδα δε νίκησε. Ήρθαν (or: έφεραν) ισοπαλία.

καταλήγω σε

προσπαθώ να κάνω κτ

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος

(Sports) (ικανότητες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'équipe canadienne a fait match nul contre les Français.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του finir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.