Τι σημαίνει το face à στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης face à στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του face à στο Γαλλικά.
Η λέξη face à στο Γαλλικά σημαίνει πρώτη πλευρά, μπροστά σε κτ, προς, αντιμέτωπος με, απέναντι, αντιμετωπίζω, επωμίζομαι, αντέχω, προς τη θάλασσα, σε δίλημμα, αντιμετωπίζω, ένας προς έναν, πρόσωπο με πρόσωπο, απευθείας αντιπαράθεση, αντιμέτωπος με το θάνατο, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ, δεν είμαι ισάξιος με κπ, αντιμετωπίζω, τοποθετώ μπροστά από, αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ, αντέχω υπό, ένας με ένας, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, παραλιακός, συναντώ από κοντά, επικρατώ, φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτ, πρόσωπο με πρόσωπο, αντιτίθεμαι σε κπ, αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι, προς την ακτή, κοιτάζω, παραχωρώ κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης face à
πρώτη πλευράnom féminin (d'un vinyle) |
μπροστά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Face à la foule enragée, la représentante est restée calme. Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος. |
προς
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Elle se tenait debout, son dos face à moi. Στεκόταν με την πλάτη προς το μέρος μου. |
αντιμέτωπος με
Nous sommes face à de sérieux problèmes, mais je pense que nous pouvons quand même finir le travail. |
απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a commencé à être nerveux quand elle s'est assise en face de lui dans le train. Άρχισε να αισθάνεται άβολα όταν εκείνη έκατσε φάτσα κάρτα μπροστά του στο τρένο. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons affronté de nombreux obstacles sur notre chemin. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες στο ταξίδι μας. |
επωμίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan n'arrivait pas à gérer et s'est donc fait virer. |
προς τη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε δίλημμαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais face à un dilemme : devais-je la revoir ou pas ? |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της. |
ένας προς έναν
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πρόσωπο με πρόσωπο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε. |
απευθείας αντιπαράθεση
|
αντιμέτωπος με το θάνατοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les soldats font face à leur devoir, même au cœur de la bataille. |
δεν είμαι ισάξιος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil était réticent à l'idée d'affronter son chef au sujet de ce problème. Ο Νηλ δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του για το πρόβλημα. |
τοποθετώ μπροστά απόverbe transitif (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vers l'âge de trois mois, les bébés commencent à fixer leur regard sur les objets qui sont placés devant eux. Il a placé l'assiette de biscuits devant sa mère. Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του. |
αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un bon leader ne recule jamais devant l'obstacle. |
αντέχω υπό
Son alibi n'a pas tenu longtemps face aux arguments de l'accusation. |
ένας με έναςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En marchant dans les bois, l'homme fut choqué de se retrouver face à face (or: nez à nez) avec un ours. |
παραλιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συναντώ από κοντά(par hasard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επικρατώ(με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le parti de centre droit l'a emporté face aux socialistes aux dernières élections. Το κεντροδεξιό κόμμα επικράτησε των Σοσιαλιστών στις τελευταίες εκλογές. |
φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ursula mit son amie face à la preuve de sa trahison. Η Ούρσουλα έφερε αντιμέτωπη την φίλη της με αποδείξεις για την προδοσία της. |
πρόσωπο με πρόσωπο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Cette école donne des cours particuliers en ligne, ainsi qu'en face à face. |
αντιτίθεμαι σε κπ
|
αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'arrivait pas à supporter le choc émotionnel de la mort de son père. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις συναισθηματικές συνέπειες από τον θάνατο του πατέρα του. |
προς την ακτή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tournez-vous et faites face au public. Γύρνα και αντίκρισε το κοινό. |
παραχωρώ κτ σε κπ(Sports) Notre équipe de base-ball du lycée a bien joué, mais elle a concédé le championnat à nos adversaires. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του face à στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του face à
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.