Τι σημαίνει το escuela στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escuela στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escuela στο ισπανικά.
Η λέξη escuela στο ισπανικά σημαίνει σχολείο, σχολείο, σχολή, σχολείο, σχολικό κτήριο, ακαδημία, ημερήσιο σχολείο, λύκειο, πολυτεχνείο, γυμνάσιο, αυλή, πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών, γυμνάσιο, σχολή, όλου του σχολείου, στο σχολείο, σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις, συμμαθητής, συμμαθητής, σχολή ιππασίας, διοίκηση επιχειρήσεων, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο, η παλιά σχολή, σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο, ιδιωτικό δημοτικό, δευτεροβάθμιο σχολείο, δραματική σχολή, σχολή καλών τεχνών, σχολείο καλών τρόπων, σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως, δάσκαλος οδήγησης, μηχανολογική σχολή, ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές, γυμνάσιο, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, στρατιωτική ακαδημία, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, Ανώτερη Ναυτική Σχολή, σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού, νυχτερινό σχολείο, νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο, αναμορφωτήριο, σχολή ιππασίας, πολυτεχνείο, σχολή καλών τεχνών, σχολή σχεδίου, κολλέγιο, σχολή καλών τεχνών, σχολή σκέψης, κατάταξη εκπαιδευτικού ιδρύματος σε σχέση με τα άλλα, λύκειο, δημόσιο σχολείο, κατηχητικό, τεχνικό κολλέγιο, ημι-ιδιωτικό σχολείο, ενιαίο σχολείο, δημοτικό σχολείο, απολυτήριο λυκείου, σχολή αισθητικής, καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο, σχολή μαγειρικής, τραπεζοκόμος, εκπαίδευση οδηγών, δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών, σχολείο κωφών, τοποθέτηση δασκάλου, διευθυντής, διευθύντρια, θερινό σχολείο, σχολή εκμάθησης καλών τρόπων, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, συνάντηση παλιών συμμαθητών, Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου, σχολή οδηγών, εκκλησιαστικό σχολείο, μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο, δάσκαλος, δασκάλα, τελειόφοιτος μαθητής που είναι υπεύθυνος για τους μικρότερους μαθητές, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, σε όλο το σχολείο, προπαρασκευαστικό σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, δημοτικό, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, δημόσιο σχολείο, εκκλησιαστικό σχολείο, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο, φύλαξη παιδιών μετά το σχολείο, δημοτικό, εντάσσω σε κανονικό σχολείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escuela
σχολείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todos los niños deben ir a la escuela. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. «Το σχολειό μου ήταν δίπλα σε αυτή την εκκλησία», είπε η ηλικιωμένη κυρία. |
σχολείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En Francia, la escuela es obligatoria desde los 6 años. |
σχολήnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La escuela Florentina fue fundada por Giotto. |
σχολείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esta escuela fue construida en 1956. |
σχολικό κτήριο(edificio) |
ακαδημία(de idiomas, cocina, artes, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fue a una escuela de cocina después de la secundaria. |
ημερήσιο σχολείο(sin internado) |
λύκειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un nuevo instituto acaba de abrir en las afueras del pueblo. |
πολυτεχνείο(ανώτατη εκπαίδευση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυμνάσιο(AR, MX, ES) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen está en su tercer año de secundaria. |
αυλή(σχολείου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante el recreo, todos los alumnos conversaban en el patio. |
πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tienes que ir a un máster si quieres que te contratemos aquí. |
γυμνάσιο(σχολείο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fue al liceo en la antigua Alemania del Este. |
σχολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La universidad está dividida en diferentes facultades. |
όλου του σχολείουlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο σχολείοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sara no está en casa, está en la escuela. |
σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Los evaluadores dictaminaron que era una escuela deficiente. |
συμμαθητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Joey es un compañero de colegio de Harry. |
συμμαθητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Martha era una de mis compañeras de colegio. |
σχολή ιππασίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διοίκηση επιχειρήσεων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Julia está haciendo un máster en márketing en una escuela de negocios. |
πρωτοβάθμια εκπαίδευση(ES) (επίσημο) El próximo año Karen empieza la escuela primaria. Η Κάρεν θα πάει σχολείο του χρόνου. |
σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Después de terminar la escuela de iniciación, Steve se fue a Iowa. |
η παλιά σχολήlocución nominal femenina (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Davies pertenece a la vieja escuela de comentadores deportivos. |
σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Fue a una costosa escuela primaria privada. |
ιδιωτικό δημοτικό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La escuela primaria privada ofrece educación a unos 150 chicos. |
δευτεροβάθμιο σχολείοlocución nominal femenina Cursó la escuela secundaria en Argentina. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τζίμι ξεκινάει αύριο το γυμνάσιο. |
δραματική σχολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολή καλών τεχνών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολείο καλών τρόπων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La escuela por correspondencia puede ser la única opción para gente que vive en áreas muy rurales. Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές. |
δάσκαλος οδήγησης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανολογική σχολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές(ΗΠΑ) ¿Qué pretendes hacer cuando termines la Escuela de Postgrado? Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσεις το ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές; |
γυμνάσιο(AmL) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fui a la escuela de educación secundaria durante siete años antes de ir a la universidad. - |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου(PR) (12-15 ετών) Empecé a estudiar español (y a salir con chicas) cuando era un estudiante de escuela superior. |
στρατιωτική ακαδημία
West Point es una academia militar de muy buena reputación. |
μουσικό σχολείο,κολλέγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estudié canto en la escuela de música. |
Σχολή Ναυτικών Δοκίμωνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay una Escuela Naval Militar en mi ciudad, y los fines de semana nos invaden cientos de chicas de todos los pueblos vecinos. |
Ανώτερη Ναυτική Σχολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de la universidad, fue a la escuela naval para convertirse en piloto de helicóptero naval. |
σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικούnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta abierta la inscripción para la Escuela Naval Militar. |
νυχτερινό σχολείοnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Trabajo todo el día, pero como quiero progresar, me hago un hueco para ir a la escuela nocturna. |
νηπιαγωγείο(υποχρεωτική εκπαίδευση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi hija de 3 años va al jardín maternal porque yo tengo que trabajar. |
δημοτικό σχολείο
Hay una escuela primaria muy buena en el barrio al que nos mudamos. Υπάρχει ένα πολύ καλό δημοτικό σχολείο στην περιοχή που θα μετακομίσουμε. |
αναμορφωτήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mandaron al joven carterista a una escuela correccional. |
σχολή ιππασίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La niña iba a una escuela de equitación donde tenía lecciones semanales. |
πολυτεχνείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Egresó de la escuela de arquitectura de la Universidad Católica. |
σχολή καλών τεχνώνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los murales de la escuela de arte de la Universidad de Concepción son una atracción turística que no te puedes perder. |
σχολή σχεδίου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Clark consiguió un trabajo en el mundo de la moda después de graduarse de la escuela de diseño. |
κολλέγιοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος. |
σχολή καλών τεχνών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολή σκέψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Markham y Fishburn pertenecen a escuelas de pensamiento muy diferentes. |
κατάταξη εκπαιδευτικού ιδρύματος σε σχέση με τα άλλαlocución nominal femenina (Chile) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) En la actualidad, los padres británicos están obsesionados con la clasificación de las escuelas. |
λύκειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δημόσιο σχολείο
|
κατηχητικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los niños leen historias de la Biblia en la escuela dominical. |
τεχνικό κολλέγιοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Va a ir a la escuela técnica a estudiar para hacerse electricista. |
ημι-ιδιωτικό σχολείο(CL) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Algunas escuelas particulares subvencionadas tienen un mejor plan de estudios que las escuelas públicas. |
ενιαίο σχολείο(AmL) (χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις) |
δημοτικό σχολείοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los chicos generalmente empiezan la escuela primaria a los cinco o seis años. Τα παιδιά ξεκινούν συνήθως το δημοτικό σχολείο στην ηλικία των πέντε ή έξι ετών. |
απολυτήριο λυκείου(PR) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Muchos trabajos exigen por lo menos un diploma de escuela superior. |
σχολή αισθητικής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο
Su madre lo envió a una escuela católica porque era una católica devota. |
σχολή μαγειρικής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Muchos chefs se preparan en escuelas de cocina. |
τραπεζοκόμος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκπαίδευση οδηγών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σχολείο κωφών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τοποθέτηση δασκάλουnombre femenino (σε τάξη, τμήμα, σχολείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mayoría de las mesas de votación tienen ubicación en las escuelas. |
διευθυντής, διευθύντρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
θερινό σχολείο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σχολή εκμάθησης καλών τρόπων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου(literal) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Lucy está en sus últimos dos años de preparatoria, estudiando para sus exámenes. |
σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών(literal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συνάντηση παλιών συμμαθητών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Σχολή Οικονομικών του Λονδίνουnombre propio femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχολή οδηγών(AmL) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκκλησιαστικό σχολείο
|
μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο
|
δάσκαλος, δασκάλα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τελειόφοιτος μαθητής που είναι υπεύθυνος για τους μικρότερους μαθητές
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιουlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε όλο το σχολείοlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προπαρασκευαστικό σχολείο
La mayoría de los colegios secundarios privados de Nueva Inglaterra ofrecen viviendas dentro del campus para sus estudiantes. |
ιδιωτικό σχολείο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Este colegio está entre los colegios secundarios privados más selectivos de EE. UU. |
δημοτικό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Aprendió a tocar la trompeta cuando todavía estaba en la escuela primaria. Έμαθε να παίζει τρομπέτα όταν πήγαινε ακόμα δημοτικό. |
ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δημόσιο σχολείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los chicos van a la escuela pública de su barrio. |
εκκλησιαστικό σχολείο
|
γυμνάσιο(edad: 6 a 12) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi hijo de 11 años está en la escuela primaria. |
πανεπιστήμιοlocución nominal femenina (ES) (δημόσιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ella fue a una escuela profesional y obtuvo una diplomatura en psicología. Πήρε πτυχίο ψυχολογίας από ένα τοπικό κολέγιο. |
φύλαξη παιδιών μετά το σχολείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημοτικό
¿Cuántas escuelas primarias quedaron lejos de alcanzar las metas gubernamentales? Πόσα δημοτικά έχουν αποτύχει να πιάσουν τους στόχους της κυβέρνησης; |
εντάσσω σε κανονικό σχολείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escuela στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escuela
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.