Τι σημαίνει το enfiar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης enfiar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfiar στο πορτογαλικά.
Η λέξη enfiar στο πορτογαλικά σημαίνει περνώ κλωστή, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, βάζω, ρίχνω κάτι πάνω μου, βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω, χώνω, παραχώνω, χώνω, χώνω, χώνω κτ μέσα από κτ, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, βάζω, αφήνω, χώνω κτ σε κτ, μαζεύω, κρύβω, βάζω, στριμώχνω, χώνω, στριμώχνω, στριμώχνω, χώνω, χώνω, αναφέρω, καρφώνω, καταβροχθίζω, χάνομαι σε κτ, πλησιάζω, χώνομαι, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, πάω να τα πιω, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, γουρουνιάζω, περιδρομιάζω, βάζω χέρι σε κτ, βάζω κτ σε κτ άλλο, χώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης enfiar
περνώ κλωστήverbo transitivo (σε βελόνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vou precisar dos meus óculos para enfiar esta agulha. Χρειάζομαι τα γυαλιά μου για να περάσω την κλωστή στη βελόνα. |
περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτverbo transitivo Enfie as contas na corda assim. Πέρνα τις χάντρες στην κλωστή με αυτό τον τρόπο. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω κάτι πάνω μουverbo transitivo (colocar rapidamente: roupas) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Enfie sua camisa; você parece desleixado. Χώσε μέσα το πουκάμισό σου, φαίνεσαι πολύ ατημέλητος. |
χώνω, παραχώνωverbo transitivo (apressadamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver enfiou a papelada em sua bolsa. Ο Όλιβερ έχωσε τα χαρτιά μέσα στην τσάντα του. |
χώνω(κάτι/κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rose escreveu o número de telefone e enfiou o papel na bolsa. Com um empurrão forte, Veronica enfiou o invasor no armário e trancou a porta enquanto esperava a polícia chegar. Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της. |
χώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chris enfiou os livros em sua bolsa. Ο Κρις έχωσε τα βιβλία στην τσάντα του. |
χώνω κτ μέσα από κτverbo transitivo Paula enfiou o dedo no buraco da sua luva. Η Πώλα έχωσε το δάκτυλό της μέσα στην τρύπα στο γάντι της. |
χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ
Enfie isso no seu bolso para que ninguém veja. |
βάζω κτ σε κτverbo transitivo |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian enfiou o jornal embaixo de seu braço. Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του. |
αφήνωverbo transitivo (gíria: colocar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω κτ σε κτverbo transitivo (usar força para) Paul tentou enfiar um dólar na máquina de vendas, mas ela não funcionou. Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε. |
μαζεύωverbo transitivo (colocar joelhos junto ao peito) (κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Só coloque essa sopa no micro-ondas e cozinhe por alguns minutos. Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά. |
στριμώχνω, χώνω(σε κτ ή μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy entulhou todos os pertences dela no carro e partiu para sua nova vida. Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή. |
στριμώχνωverbo transitivo (forçar ajuste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριμώχνω, χώνωverbo transitivo (meter descuidada e excessivamente) (κάτι (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela socou rapidamente todas as roupas na mala. Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες. |
χώνωverbo transitivo (colocar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O cão meteu a cabeça pela janela. |
αναφέρω(figurado: na conversa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καρφώνωverbo transitivo (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O campista cravou a estaca no chão. |
καταβροχθίζω(φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνομαι σε κτ(figurado, informal) (μεταφορικά) Em dias chuvosos, o melhor a fazer é enfiar-se em um bom livro. Τις βροχερές μέρες το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να χαθείς σε ένα καλό βιβλίο. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele se enfiou o suficiente para ver o artista. |
χώνομαι(passar com dificuldade) (μέσα σε κτ, μέσα από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Roger enfiou-se pela multidão. |
συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω να τα πιω(visitar pubs ou bares para beber) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπηexpressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O casal teve que enfiar a mão no bolso para pagar as despesas médicas do filho. Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους. |
γουρουνιάζω, περιδρομιάζωexpressão (gíria, informal) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A terça-feira gorda é a época de enfiar o pé na jaca antes que a quaresma comece. |
βάζω χέρι σε κτlocução verbal (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αυτή την περίοδο, έχω τόσες μεγάλες αφραγκίες που συνεχώς βάζω χέρι στις πολύτιμες οικονομίες μου. |
βάζω κτ σε κτ άλλο
Η Τζένιφερ έβαλε την κάρτα γενεθλίων στο φάκελο. Ο Μόρις έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. |
χώνομαι(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O pai de Robert sempre se mete em sua vida privada. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfiar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του enfiar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.