Τι σημαίνει το eliminar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης eliminar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του eliminar στο ισπανικά.

Η λέξη eliminar στο ισπανικά σημαίνει απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνω, αποκλείω, αφαιρώ, εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω, απομακρύνω, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, αφαιρώ, διαγράφω, αποκρύπτω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, αποκλείω, κερδίζω, νικώ, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, βγάζω, αποκλείω, αφαιρώ, άουτ, out, απέχω από, αφαιρώ, απομακρύνω, σβήνω, διαγράφω, αφαιρώ, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, μειώνω, αφαιρώ, βγάζω, διαγράφω, σβήνω, απολύω, καλύπτω, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, διαλύω, βγάζω, βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα, απομακρύνω, αφαιρώ, αποσύρω, παραγκωνίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, βάζω ένα τέλος σε κτ, πετάω, πετώ, εξαλείφω κτ από κτ, κάνω debugging, κάνω εντοπισμό σφαλμάτων, κάνω αποσφαλμάτωση, απομακρύνω την οσμή, απομακρύνω τη μυρωδιά, αποτοξινώνω, αποτοξινώνομαι, κόβω, εξοντώνω, θέτω κπ εκτός συναγωνισμού, καταργώ το φυλετικό διαχωρισμό, απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ, μετατρέπω κτ σε σχόλιο, καλύπτω, καταργώ κτ σταδιακά, καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία, διαγράφω, καθαρίζω, τρώω, αφαιρώ κτ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, ξεκάνω, αποτελειώνω, αφαιρώ, έξω, ξεκάνω, ξεκάνω, καθαρίζω, γκρεμίζω το φράχτη, καταργώ τις φυλετικές διακρίσεις, ξεχωρίζω, βγάζω από τη μέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης eliminar

απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los riñones ayudan a eliminar los deshechos del cuerpo.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todavía no hemos eliminado del plan la idea de un picnic.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos eliminar este paso del proceso para hacerlo más sencillo.
Πρέπει να βγάλουμε αυτό το κομμάτι της διαδικασίας προκειμένου να την κάνουμε ευκολότερη.

εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω

(σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los oficiales han descubierto un complot para eliminar al presidente.

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta es una revista para toda la familia, por lo que nuestros editores eliminan todo lenguaje ofensivo.
Αυτό είναι ένα περιοδικό για ολόκληρη την οικογένεια και γι' αυτό οι επιμελητές μας αφαιρούν τις προσβλητικές λέξεις.

διαγράφω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los editores eliminaron varios párrafos en versiones posteriores del libros.
Σε επόμενες εκδόσεις του βιβλίου, οι εκδότες διέγραψαν (or: έσβησαν) αρκετές παραγράφους.

διαγράφω, αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siguiendo un consejo legal, el editor eliminó algunos pasajes del texto.

διαγράφω, αποκρύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomar mucha agua ayuda a eliminar las toxinas.

αποκλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El entrevistador eliminó al candidato de pelo azul y púrpura.

κερδίζω, νικώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo local eliminó al visitante del campeonato al vencerlo por 3 a 0.

σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedes esperar eliminar tu pasado delictivo como si fuera polvo en un espejo.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dijeron que eliminase los carbohidratos de su dieta.
Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la semifinal, el Manchester United eliminó al Liverpool.
Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ.

αφαιρώ

(από λίστα ή συλλογή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Es esa la lista de invitados? Elimina a Kim, está ocupada ese fin de semana y no puede venir.

άουτ, out

verbo transitivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le eliminaron en la primera base.

απέχω από

verbo transitivo

He eliminado los dulces porque estoy tratando de perder peso.

αφαιρώ, απομακρύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo sacudió enérgicamente para quitarle la capa de polvo que lo cubría.

σβήνω, διαγράφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ

verbo transitivo (texto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los censores eliminarán toda mención a los libros prohibidos cuando revisen este artículo.

διαγράφω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las olas habían borrado el mensaje escrito en la arena.

διαγράφω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corte acordó suprimir el incidente del expediente de William.

μειώνω

(σταδιακά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendremos que usar el chorro de arena para quitar toda la pintura.

διαγράφω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De verdad tengo que borrar algunos de mis antiguos correos electrónicos.
Πρέπει πραγματικά να διαγράψω (or: σβήσω) κάποια απ' τα παλιά μου email.

απολύω

(εργαζομένους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa se ha visto forzada a recortar muchos puestos que antes se consideraban vitales.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry borró por accidente el archivo en el que había estado trabajando todo el día y tuvo que empezar de nuevo.
Ο Χάρυ διέγραψε κατά λάθος το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευε όλη μέρα και έπρεπε να ξεκινήσει απ' την αρχή.

σβήνω, διαγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison miró lo que acababa de escribir, decidió que no le gustaba y lo borró.
Η Άλισον έριξε μια ματιά σ' αυτό που μόλις είχε γράψει, αποφάσισε πως δεν της άρεσε και το έσβησε.

διαλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un baño caliente y un masaje ayudarán a disipar tu estrés.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quieres vivir por más tiempo, debes dejar el estrés en tu vida.
Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου.

βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα

(MX) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El picher ponchó a los primeros dos bateadores, pero el tercero bateó un jonrón.

απομακρύνω, αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jabón te quitará la tinta de los dedos.

αποσύρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen descartó su auto porque era muy caro repararlo.

παραγκωνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente hubo una ráfaga de viento y una nube negra tapó el sol.

βάζω ένα τέλος σε κτ

(rumores, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El político quería poner fin a los rumores sobre su vida privada.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαλείφω κτ από κτ

Se supone que este filtro elimina el 99% de los contaminantes nocivos del agua.

κάνω debugging, κάνω εντοπισμό σφαλμάτων, κάνω αποσφαλμάτωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνω την οσμή, απομακρύνω τη μυρωδιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este polvo desodoriza la arena para gatos.

αποτοξινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτοξινώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una vez por mes, Ellen ayuna por dos días para desintoxicarse.

κόβω

(fotografía, imagen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοντώνω

locución verbal (στρατιωτικό: εχθρός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por el momento, el ejército busca ubicar y eliminar la insurgencia.

θέτω κπ εκτός συναγωνισμού

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταργώ το φυλετικό διαχωρισμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαγράφω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para mejorar la calidad general de nuestra leche, quisimos eliminar el uso de antibióticos en nuestras vacas.
Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας.

απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ

Todavía no pudimos sacarles los piojos a los chicos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε, ξεφορτώθηκε την ακαταστασία από το σπίτι της Αμάντα.

μετατρέπω κτ σε σχόλιο

(προγραμματισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω

locución verbal (κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eliminé el texto con el nombre del alumno antes de hacer copias del test para distribuir en la clase.

καταργώ κτ σταδιακά

Con la llegada del Internet, los cheques se están eliminando gradualmente como medio de pago.
Με την άνοδο των διαδικτυακών συναλλαγών, οι επιταγές καταργούνται σταδιακά ως μέσο πληρωμής.

καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία

(κάτι από κάτι)

La aerolínea está eliminando gradualmente este avión de su flota.

διαγράφω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, τρώω

locución verbal (figurado, matar) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era un problema para nuestra pandilla, y sabíamos que tarde o temprano deberíamos eliminarlo.
Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε.

αφαιρώ κτ από κτ

Los editores sacaron todos los nombres sin importancia del artículo.

απαλλάσσω κπ από κτ

Tim cree que confesar sus pecados lo purga de culpa.
Ο Τιμ πιστεύει πως η εξομολόγηση των αμαρτιών του τον απαλλάσσει από την ενοχή.

ξεκάνω, αποτελειώνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sicario eliminó a su objetivo.
Ο πληρωμένος δολοφόνος αποτελείωσε τον στόχο του.

αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si dejas de lado los gastos, la casa es perfecta. Sin embargo, ¡simplemente no nos la podemos permitir!

έξω

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él ya ha eliminado del juego a tres bateadores.

ξεκάνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sicario eliminó al testigo.

ξεκάνω, καθαρίζω

(coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sicario eliminó a su objetivo.

γκρεμίζω το φράχτη

(κρίκετ: πίσω από κπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El guardametas eliminó al bateador.

καταργώ τις φυλετικές διακρίσεις

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para finales de los 60, todos los restaurantes habían eliminado la segregación.

ξεχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω από τη μέση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los mafiosos contrataron a alguien para liquidar al informante antes del juicio.
Οι μαφιόζοι είχαν προσλάβει έναν τύπο να βγάλει από τη μέση τον πληροφοριοδότη πριν την δίκη.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του eliminar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.