Τι σημαίνει το dieu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dieu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dieu στο Γαλλικά.
Η λέξη dieu στο Γαλλικά σημαίνει Θεός, θεός, θεός, θεά, θεός, θεά, ο Θεός, θεότητα, θεότητα, γαμώτο!, γαμώτο μου!, ο θεός να σ`έχει καλά, Μα τω Θεώ!, ημίθεος, δαίμονας, θεόσταλτος, ένας θεός ξέρει τι άλλο, Θεού θέλοντος, το υπόλοιπο της ζωής σου, ο Θεός μαζί σου, Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!, έλεος, μα το Θεό, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, Πω πω!, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, Δόξα τω θεό!, δόξα τω Θεώ, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού!, έλεος!, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, ο θεός να σ`έχει καλά, πήγαινε στην ευχή του Θεού, Θεέ μου βόηθα!, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Ωχ!, Αμάν!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω πω!, Δόξα τω Θεώ!, Ένας Θεός ξέρει!, Σοβαρά;, πωπώ, πω πω, αμάν, επ, ποπό, θεός του πολέμου, ιερωμένος, κληρικός, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, χάρη του Θεού, ο θεός του ήλιου, έχω πίστη στο Θεό, ευτυχώς, Ένας Θεός ξέρει, Χριστέ μου, Κεραύνιος, Κεραυνοβόλος, Κεραυνοβρόντης, θέλημα Θεού, ο Θεός, Ένας Θεός ξέρει, πω πω!, θεός του Ολύμπου, ύμνος της καθολικής εκκλησίας, ο Παντοδύναμος, Αμνός, Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητής, ο θεός ήλιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dieu
Θεόςnom masculin La Bible dit que Dieu créa le monde en six jours et se reposa le septième jour. Η Βίβλος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη. |
θεός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les romains croyaient en beaucoup de dieux. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν σε πολλούς θεούς. |
θεός, θεάnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Cet homme est brillant dans son travail - c'est un dieu ! |
θεός, θεάnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Elle l'adore tellement qu'elle le traite comme un dieu. |
ο Θεόςnom propre masculin |
θεότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sculpture a été réalisée pour rendre hommage à une divinité mineure. |
θεότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La peinture dépeint plusieurs divinités mineures de la mythologie grecque. |
γαμώτο!, γαμώτο μου!(très familier) (καθομ, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Arrête de m'interrompre, merde ! Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο! |
ο θεός να σ`έχει καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Μα τω Θεώ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ημίθεοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δαίμοναςnom masculin (Mythologie grecque) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεόσταλτοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ένας θεός ξέρει τι άλλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je l'ai envoyé faire les courses et il est revenu avec une nouvelle télé et Dieu sait quoi. |
Θεού θέλοντος(καθαρεύουσα, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το υπόλοιπο της ζωής σουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrête de penser à la faillite de ton ancienne entreprise chaque jour que Dieu fait. |
ο Θεός μαζί σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors, tu as perdu du poids ! |
έλεος
|
μα το Θεόinterjection (vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δόξα τω Θεώinterjection (καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les hommes sont tous rentrés chez eux sains et saufs. Gloire à Dieu ! |
δόξα τω Θεώinterjection (καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gloire à Dieu au plus haut des cieux ! |
Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μουinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon Dieu ! Sortez cet enfant de cette flaque de boue tout de suite ! |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Beryl pourrait être ma nouvelle chef : loin de moi cette idée ! |
Δόξα τω θεό!interjection (θρησκεία) Dieu soit loué, personne n'a été blessé dans l'accident ! |
δόξα τω Θεώinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Dieu soit loué, il est enfin l'heure du dîner. |
για όνομα του θεού! έλεος!(un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Pour l'amour de Dieu ! Laisse-moi tranquille quand j'essaie de lire ! |
για όνομα του Θεού!, έλεος!interjection (un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Σταμάτα να είσαι κακός με την αδερφή σου, για όνομα του Θεού! Για όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό! |
έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιάinterjection (vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δόξα τω Θεώinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Dieu merci (or: Dieu soit loué), tu vas bien ! // Cette stupide émission ne passe plus, Dieu merci (or: Dieu soit loué). |
δόξα τω Θεώinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ο θεός να σ`έχει καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous déménagez ? Bien, bonne chance et que Dieu vous bénisse ! |
πήγαινε στην ευχή του Θεούinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Θεέ μου βόηθα!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ωχ!, Αμάν!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Bon sang, j'ai oublié mon stylo. Je peux emprunter le tien ? |
Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon Dieu ! Quelle horreur ! |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Δόξα τω Θεώ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ένας Θεός ξέρει!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Σοβαρά;interjection (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
πωπώ, πω πω, αμάν, επ, ποπόinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
θεός του πολέμουnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mars était le dieu romain de la guerre. |
ιερωμένος, κληρικόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jamais il ne fera ça, c'est un homme de Dieu ! |
Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστόςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάρη του Θεούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Par la grâce de Dieu, vous serez guéri. |
ο θεός του ήλιου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
έχω πίστη στο Θεόlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευτυχώςlocution adverbiale (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ένας Θεός ξέρει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dieu seul sait combien de temps ils mettront avec cette circulation. |
Χριστέ μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Purée, je n'arrive pas à croire qu'elle ait dit ça de moi ! |
Κεραύνιος, Κεραυνοβόλος, Κεραυνοβρόντηςnom masculin (Jupiter) (επίθετο Δία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θέλημα Θεούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Elle pense que tout arrive par la volonté de Dieu. |
ο Θεός
|
Ένας Θεός ξέρει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai jamais réussi à lui faire ranger sa chambre, et pourtant, Dieu sait que j'ai essayé. |
πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
θεός του Ολύμπουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ύμνος της καθολικής εκκλησίας(Religion : hymne) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ο Παντοδύναμοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dieu Tout-Puissant inonda l'Égypte de fléaux. Ο Παντοδύναμος έφερε δεινά στον λαό της Αιγύπτου. |
Αμνόςnom propre masculin (biblique : le Christ) (ο Αμνός του Θεού) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) On appelle souvent Jésus l'Agneau de Dieu dans la Bible. Ο Ιησούς συχνά αναφέρεται ως ο Αμνός στη Βίβλο. |
Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητής
Richard est allé rejoindre son Créateur après avoir passé un mois à l'hôpital. |
ο θεός ήλιοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dieu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dieu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.