Τι σημαίνει το despejar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης despejar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του despejar στο πορτογαλικά.

Η λέξη despejar στο πορτογαλικά σημαίνει ξερνάω, χύνω, ρίχνω, χύνω, κάνω έξωση σε κπ, κάνω έξωση σε κπ από κτ, αδειάζω, αδειάζω, αναβλύζω, ξεσπάω, χύνω κτ σε κτ, αδειάζω, βάζω, ρίχνω, αδειάζω, πετάω, ξεφορτώνομαι, ξεπακετάρω, αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ, ξεφορτώνω, χύνομαι, χύνομαι, πέφτω, ξεχύνομαι, θάβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης despejar

ξερνάω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A bolsa estourou e despejou o conteúdo sobre o chão. A porta do carro se abriu de repente e despejou Arthur na calçada.
Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο.

χύνω, ρίχνω

(deixar cair para fora algo não líquido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill largou a bolsa e derramou o conteúdo no chão. // A porta do carro se abriu de repente e despejou Arthur na calçada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα.

χύνω

(deixar cair líquido para fora)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel bateu no copo e derramou o leite que estava dentro dele.
Η Ρέιτσελ χτύπησε το ποτήρι και έχυσε το γάλα που περιείχε.

κάνω έξωση σε κπ

(expulsar da casa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω έξωση σε κπ από κτ

verbo transitivo (fazer sair do alojamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδειάζω

verbo transitivo (conteúdo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδειάζω

(esvaziar virando para cima)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναβλύζω

(jorrar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A tampa saiu da garrafa e a tinta foi despejada por toda a mesa.

ξεσπάω

(figurado, informal) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitas vezes ele vem me procurar para despejar seus problemas.
Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του.

χύνω κτ σε κτ

Esbarrei na jarra e derramei o leite no chão.
Έριξα την κανάτα και έχυσα το γάλα στο πάτωμα.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William despejou os papéis fora da cesta de lixo.

βάζω

(bebida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode servir um copo d´água para mim?
Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;

ρίχνω

(dinheiro: investir ricamente em) (μεταφορικά: κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele investiu todo o dinheiro dele na reforma da casa.
Έριξε όλα του τα χρήματα στην ανακαίνιση του σπιτιού.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois do funeral, temos uma casa cheia de coisas para jogar fora.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι.

ξεπακετάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A canoa está tão cheia de água que está prestes a afundar. Hora de tirar água!
Το κανό είναι γεμάτο με νερό και έτοιμο να βουλιάξει. Καιρός να αδειάσουμε τα νερά!

ξεφορτώνω

(κατεβάζω φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pescadores descarregaram a pesca no cais.
Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.

χύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A jarra caiu e o leite derramou, espalhando-se pela mesa em uma poça grande.
Έπεσε η κανάτα και χύθηκε το γάλα, το οποίο απλώθηκε στο τραπέζι σχηματίζοντας μια μεγάλη λιμνούλα.

χύνομαι, πέφτω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bolsa arrebentou e o conteúdo se despejou no carpete.
Η τσάντα σχίστηκε και το περιεχόμενό της σκορπίστηκε πάνω στο χαλί.

ξεχύνομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cinema abriu as portas e o pessoal se derramou pela calçada.

θάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles começaram a dispor lixo no aterro sanitário quando aterrar no mar tornou-se inaceitável.
Άρχισαν να θάβουν τα απορρίμματα όταν η ρίψη στη θάλασσα θεωρήθηκε απαράδεκτη.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του despejar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.