Τι σημαίνει το crawling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crawling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crawling στο Αγγλικά.

Η λέξη crawling στο Αγγλικά σημαίνει μπουσούλισμα, γεμάτος με κπ/κτ, νερά, περπατάω, έρπω, κυλάω αργά, περνάω αργά, πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν, σύρσιμο, ελεύθερο, web crawling. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crawling

μπουσούλισμα

noun (moving on hands and knees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Crawling is what babies do before they learn to walk.

γεμάτος με κπ/κτ

(very crowded with)

νερά

noun (defect in painted surface) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Crawling may occur if the paint is applied to a dirty surface.

περπατάω

intransitive verb (insect: creep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Betty watched the spider crawling on the wall.

έρπω

intransitive verb (move on all fours)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The baby crawled across the floor.
Το μωρό μπουσούλησε στο πάτωμα.

κυλάω αργά, περνάω αργά

intransitive verb (figurative (time: go slowly)

While I was at school, time seemed to crawl.
Όσο ήμουν στο σχολείο ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει αργά.

πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν

intransitive verb (figurative (vehicle: move slowly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The traffic is crawling; I'm going to be very late to work. The old car crawled along, smoke billowing from its engine.
Πάω πρώτη νεκρό στην κίνηση, θα αργήσω πολύ στη δουλειά μου. Το παλιό αμάξι προχωρούσε σημειωτόν με ένα σύννεφο καπνού να βγαίνει απ' τη μηχανή του.

σύρσιμο

noun (figurative (slow pace) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At rush hour, traffic slows to a crawl.

ελεύθερο

noun (swimming stroke) (στυλ κολύμβησης)

The swimming coach helped John improve his crawl.
Ο προπονητής κολύμβησης βοήθησε τον Τζον να βελτιωθεί στο ελεύθερο (or: κρόουλ).

web crawling

noun (web: automated search) (αυτόματη συλλογή δεδομένων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crawling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crawling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.