Τι σημαίνει το côté στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης côté στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του côté στο Γαλλικά.
Η λέξη côté στο Γαλλικά σημαίνει πλευρά, ακτή, ακρογιαλιά, πλευρό, παϊδάκι, πλευρά, ανηφόρα, πλάι, πλευρά, άκρη, πλευρά, μέρος, πλευρά, πλαϊνό μέρος, ανάγλυφη ρίγα, νεύρο, πλευρά, πλευρά, ακτή, όχθη, ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, κωδικός εντοπισμού, αποδόσεις αγώνα, κομμάτι, ακτή, παραλία, εισηγμένος στο χρηματιστήριο, ανήφορος, ανώνυμος, μεριά, πλευρά, λίστα εισηγμένων μετοχών, σκέλος, ονομαστική τιμή, ανηφόρα, πλευρά, άποψη, διάσταση, ακτή, στοιχείο του χαρακτήρα, πλευρά, λόφος, κοστολογώ, εισάγω, εισάγω στο χρηματιστήριο, πλαϊνός, η Δυτική Ακτή, πλαϊνός, πλευρικό πέταγμα μπαλιάς, λοξά, πλάγια, πρόχειρος, ελάττωμα, μειονέκτημα, πλεονέκτημα, θέατρο, σκάφος της ακτοφυλακής, διαθέσιμο εισόδημα, διάδρομος εκκλησίας, κακογουστιά, φανφάρα, επιδεικτικότητα, χάνω, χάνω, λοξός, πλάγιος, δεξιά πλευρά, διαγράφω, χάνω, βάζω στην άκρη, κρατάω, καλό, το αρσενικό στοιχείο, λιπαρότητα, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, πετάω, πλάγιος, προς την ξηρά, πλάγιος, δημοφιλής, λαϊκός, για μαζική κατανάλωση, ανακριβής, εκτός χρηματιστηρίου, παράκτιος, δίπλα δίπλα, στην άκρη, στο πλάι, πλαγίως, παράκτια, παρακτίως, μπρος πίσω, στη μία πλευρά, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δίπλα δίπλα, από τη μία πλευρά, επιπλέον, πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως, από άκρη σε άκρη, δίπλα, σε αναμονή, από τη μία, από μία άποψη, από τη μία... από την άλλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης côté
πλευράnom masculin (d'un cube,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous devez peindre tous les côtés de la boîte. Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές. |
ακτή, ακρογιαλιάnom féminin (bord de mer) (γη δίπλα στην θάλασσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a de belles plages sur la côte. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πλοίο κινείται κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας. |
πλευρόnom féminin (os) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup que George s'est pris au flanc lui a cassé deux côtes. Από το χτύπημα που δέχθηκε στον κορμό του ο Τζορτζ έσπασε δύο πλευρά. |
παϊδάκιnom féminin (Culinaire) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous mangeons des côtes ce soir. Θα φάμε παϊδάκια απόψε. |
πλευρά(d'une feuille,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Retourne le journal de l'autre côté. Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά. |
ανηφόρα(προς τα πάνω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gravit la longue côte qui menait à la ville. Ανέβηκε τον μεγάλο ανήφορο προς την πόλη. |
πλάιnom masculin (partie latérale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un trou sur le côté de la boîte. Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι. |
πλευράnom masculin (Géométrie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un carré a quatre côtés. Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές. |
άκρηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle prenait des notes sur le côté de la page. Έγραψε σημειώσεις στην άκρη της σελίδας. |
πλευρά(du corps) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) J'ai mal au côté. Je me demande pourquoi. Πονάνε τα πλευρά μου. Γιατί άραγε; |
μέρος(parti) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) De quel côté es-tu ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε θέλω να διαλέξω στρατόπεδο. |
πλευράnom masculin (d'une famille) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De notre côté de la famille, nous avons quelques particularités physiques. |
πλαϊνό μέροςnom masculin Le côté de la maison est idéal pour jouer. |
ανάγλυφη ρίγαnom féminin (d'un tissu) Alison a passé sa main sur les côtes du velours côtelé. |
νεύροnom féminin (feuille : veine primaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gareth regardait la feuille en traçant les lignes de ses côtes avec le bout de son doigt. |
πλευράnom masculin (d'une route, rivière,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce côté de la rivière est plus verdoyant que l'autre. Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη. |
πλευρά(d'une ville) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La partie sud de la ville est connue pour ses magasins. |
ακτή, όχθη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La famille est allée se promener sur la côte. |
ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, ακροθαλασσιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κωδικός εντοπισμούnom féminin (βιβλίου σε δανειστική βιβλιοθήκη) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αποδόσεις αγώναnom féminin (αθλήμτατα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομμάτιnom féminin (gros morceau de viande) (κρέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακτή, παραλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισηγμένος στο χρηματιστήριοadjectif (Bourse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανήφορος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La côte est raide sur 500 mètres. Η ανηφόρα είναι απότομη και συνεχίζει για ένα μίλι. |
ανώνυμος(Finance) (εταιρεία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une société cotée. |
μεριά, πλευράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le bouton marche/arrêt se trouve du côté gauche. Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης. |
λίστα εισηγμένων μετοχώνnom féminin (Bourse) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La cote augmentait jour après jour à mesure que l'économie prospérait. Η λίστα των εισηγμένων μετοχών αυξανόταν μέρα με τη μέρα καθώς η οικονομία άνθιζε. |
σκέλοςnom masculin (Maths) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les côtés d'un triangle rectangle sont plus courts que l'hypoténuse. // Un triangle isocèle est un triangle avec deux côtés de même longueur. |
ονομαστική τιμήnom féminin (τάσης, ισχύος κ.λπ.) Cet appareil ménager a une cote de 240 volts. |
ανηφόραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le parcours à vélo est amusant, avec de nombreuses montées et descentes. |
πλευρά, άποψη, διάσταση(caractéristique) (χαρακτηριστικό, στοιχείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le seul aspect de la vie citadine que Bob déteste, c'est le bruit. Η μόνη πλευρά της ζωής στην πόλη που μισούσε ο Μπομπ, ήταν ο θόρυβος. |
ακτή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Karen était debout sur le rivage, regardant les gens nager dans le lac. Η Κάρεν στάθηκε στην ακτή και παρατηρούσε τους ανθρώπους που κολυμπούσαν στη λίμνη. |
στοιχείο του χαρακτήρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ne te mets pas Neil à dos ; il a des tendances méchantes. Μην τα βάζεις με τον Νηλ. Έχει μια κακή πλευρά. |
πλευρά(d'un cube,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un cube a six faces. Ένας κύβος έχει έξι πλευρές. |
λόφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tim a grimpé le monticule pour avoir une meilleure vue des environs. |
κοστολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le marchand d'art fixa le prix du vase à six cents dollars. |
εισάγωverbe transitif (Finance, Commerce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Bourse de New York a coté la nouvelle société en mars. Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εισήγαγε τη νέα εταιρεία τον Μάρτιο. |
εισάγω στο χρηματιστήριοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils vont coter la nouvelle émission de titres au NYSE la semaine prochaine. |
πλαϊνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) S'il te plaît, sors par la porte latérale. Σε παρακαλώ βγες από την πλαϊνή πόρτα. |
η Δυτική Ακτήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πλαϊνόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le joueur a donné un coup de pied de côté. |
πλευρικό πέταγμα μπαλιάς(Sports : lancer,...) (με κίνηση του βραχίωνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λοξά, πλάγια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρόχειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος. |
ελάττωμα, μειονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel est l'inconvénient de suivre ce plan d'action ? Ποιο είναι το μειονέκτημα της συγκεκριμένης πορείας δράσης; |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a plusieurs avantages à fréquenter une université prestigieuse. Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους. |
θέατρο(familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάφος της ακτοφυλακήςnom masculin (navire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαθέσιμο εισόδημαnom masculin (argent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je dépense une bonne part de mes à-côtés en musique et en livres. |
διάδρομος εκκλησίαςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κακογουστιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φανφάρα(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιδεικτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu es sûr que tu ne veux pas venir ? Je ne voudrais pas que tu rates (or: que tu passes à côté de) quelque chose. Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λοξός, πλάγιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεξιά πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω(δεν χρησιμοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais garder certaines de ces conserves pour l'été prochain. Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι. |
καλό
Il y a toujours une part de bien dans un individu. |
το αρσενικό στοιχείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gourou a parlé de la masculinité et de la féminité qui existent dans chacun de nous. |
λιπαρότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous gardions quelques euros en cas d'urgence. |
πετάω(familier) (χάνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je parie qu'il va encore foirer cette occasion, comme la dernière fois. |
πλάγιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς την ξηρά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλάγιοςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δημοφιλής, λαϊκός, για μαζική κατανάλωσηlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les hommes politiques disent toujours qu'ils sont du côté du peuple. |
ανακριβήςlocution adjectivale (familier) (η εικασία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτός χρηματιστηρίουadjectif (Finance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράκτιοςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίπλα δίπλαlocution adjectivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ils marchaient trois de front, en rangs parfaits. |
στην άκρη, στο πλάιlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Rangez-vous sur le côté et laissez passer le serveur. Κάνε πιο πέρα κι άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
πλαγίωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παράκτια, παρακτίωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μπρος πίσωadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le bateau était secoué d'un côté à l'autre dans la mer déchaînée. |
στη μία πλευράlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίπλα σε κπ, πλάι σε κπadverbe Je serai à côté de toi au banquet. |
δίπλα δίπλαlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
από τη μία πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous sommes tous du même côté. |
επιπλέονadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle travaillait dans un bureau la journée et faisait du baby-sitting à côté. |
πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από άκρη σε άκρηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si tous les sièges de la salle étaient mis côte à côte, cela s'étendrait sur 54 kilomètres. |
δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε αναμονήadverbe (fig) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le projet est pour l'instant mis de côté. Τα σχέδια για τον γάμο μας είναι σε αναμονή για την ώρα. |
από τη μία, από μία άποψηadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'un côté, le restaurant sert des plats excellents ; de l'autre, il est vraiment cher. Το εστιατόριο σερβίρει από τη μία έξοχο φαγητό, αλλά από την άλλη είναι πολύ ακριβό. |
από τη μία... από την άλλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'un côté, il serait plus rapide d'aller à Manchester en avion, mais de l'autre, ce serait plus cher que de prendre le train. Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του côté στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του côté
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.