Τι σημαίνει το controlled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης controlled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του controlled στο Αγγλικά.

Η λέξη controlled στο Αγγλικά σημαίνει ελεγχόμενος, ελεγχόμενος, που είναι υπό τον έλεγχο κάποιου, που είναι όργανο κάποιου, έλεγχος, αυτοέλεγχος, σύστημα ελέγχου, χειρίζομαι, ελέγχω, πρότυπο, έλεγχος, ρυθμιστής, έλεγχος, κοντρόλ, ελέγχω, θέτω υπό έλεγχο, συγκρατούμαι, ελεγχόμενος από υπολογιστή, ελεγχόμενη ουσία, τηλεχειριζόμενος, με αυτοέλεγχο, που έχει αυτοέλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης controlled

ελεγχόμενος

adjective (experiment: regulated)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
In controlled tests eight out of ten people expressed no preference.
Σε τεστ σε ελεγχόμενο περιβάλλον, οκτώ στους δέκα ανθρώπους δεν εξέφρασαν καμία προτίμηση.

ελεγχόμενος

adjective (explosion: supervised)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The controlled explosion brought the skyscraper down.
Η ελεγχόμενη έκρηξη οδήγησε στην κατάρρευση του ουρανοξύστη.

που είναι υπό τον έλεγχο κάποιου, που είναι όργανο κάποιου

adjective (person: be manipulated by [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stacy is controlled by her husband; she will do anything he wants her to do.

έλεγχος

noun (authority) (εξουσία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The principal has control over his school.
Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο.

αυτοέλεγχος

noun (restraint, self-control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The witness showed great control under cross-examination.
Ο μάρτυρας έδειξε αυτοέλεγχο στην κατ' αντιπαράσταση εξέταση.

σύστημα ελέγχου

noun (machine) (μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot started working the controls of the plane.
Ο πιλότος έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ελέγχου του αεροπλάνου.

χειρίζομαι

transitive verb (manipulate: machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crane operator controlled the machine without problem.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

ελέγχω

transitive verb (direct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager controls the employees under him.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του.

πρότυπο

noun (standard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We must follow all regulatory controls.

έλεγχος

noun (domination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The island came under state control.

ρυθμιστής

noun (regulating device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The temperature control is broken.

έλεγχος

noun (prevention)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pest control is difficult in hot climates.

κοντρόλ

noun (sports: skill)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That pitcher has incredible control.

ελέγχω

transitive verb (manipulate: person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his girlfriend because she tried to control him too much.
Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά.

θέτω υπό έλεγχο

transitive verb (restrict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The curfew controls the movements of the citizens.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ελέγχει τις κινήσεις των πολιτών.

συγκρατούμαι

transitive verb and reflexive pronoun (remain calm and composed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even if she tries to pick a fight, you must control yourself and avoid responding.

ελεγχόμενος από υπολογιστή

adjective (device, system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεγχόμενη ουσία

(illegal drug)

τηλεχειριζόμενος

adjective (operated by electronic remote)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

με αυτοέλεγχο, που έχει αυτοέλεγχο

adjective (exercising moderation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του controlled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του controlled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.