Τι σημαίνει το connected στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης connected στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του connected στο Αγγλικά.
Η λέξη connected στο Αγγλικά σημαίνει συνδεδεμένος, που συνδέεται, που σχετίζεται, που έχει σχέση, συνδεδεμένος, συνδεδεμένος, συνδέω, ενώνω, ενώνω, συνδέω, συνδέομαι, συνδέομαι, συνδεδεμένη ομιλία, έχω σχέσεις με κπ, σχετίζομαι με κτ, που έχει καλές διασυνδέσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης connected
συνδεδεμένοςadjective (attached, joined) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The well supplies water to the house through the connected pipe. Το πηγάδι εφοδιάζει το σπίτι με νερό μέσω ενός συνδεδεμένου σωλήνα. |
που συνδέεται, που σχετίζεται, που έχει σχέσηadjective (ideas: related) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The girl's disappearance is not connected to her parents' recent divorce. Η εξαφάνιση του κοριτσιού δεν σχετίζεται με το πρόσφατο διαζύγιο των γονιών της. |
συνδεδεμένοςadjective (electricity: linked) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) We only just moved into the house; we're hoping to be connected within a few days. |
συνδεδεμένοςadjective (logged on to internet) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I can't access any webpages because the computer isn't connected. Δεν έχω πρόσβαση σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα γιατί ο υπολογιστής μου δεν είναι συνδεδεμένος στο ίντερνετ. |
συνδέω, ενώνωtransitive verb (attach) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Connect these wires. Ενώστε αυτά τα καλώδια. |
ενώνω, συνδέωtransitive verb (figurative (bring together) (μτφ: κάτι/κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Internet connects people all over the world. Το διαδίκτυο φέρνει κοντά ανθρώπους από όλον τον κόσμο. |
συνδέομαιintransitive verb (access the Internet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The WiFi must be down; my computer is switched on but I can't connect. |
συνδέομαιintransitive verb (form an attachment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) From the moment we met, we connected. |
συνδεδεμένη ομιλίαnoun (sounds of fluent language) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έχω σχέσεις με κπ(have an association with [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He said that he was not connected with Eva anymore, but I saw a text message from her on his phone. |
σχετίζομαι με κτ(have to do with [sth]) The police say this missing-person case seems to be connected with a house fire thirty miles away. |
που έχει καλές διασυνδέσειςadjective (having influential friends) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του connected στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του connected
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.