Τι σημαίνει το compter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης compter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compter στο Γαλλικά.
Η λέξη compter στο Γαλλικά σημαίνει μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, αφήνω περιθώριο για, προσθέτω, υπολογίζω, μετρώ αντίστροφα, διανέμω, αριθμώ, έχω σημασία, υπολογίζω, μετράω, μετρώ, καταμέτρηση, απαριθμώ, μετρώ, απαρτίζομαι, αποτελούμαι, καταμετρώ, μετράω, μετρώ, διαθέτω, έχω, σκοπεύω, αθροίζω, χρεώνω κπ κτ, από, δεκάδες, με επαρκείς γνώσεις αριθμητικής, μαθηματικά αναλφάβητος, αναξιόπιστος, συν φιλοδώρημα, πέρα από κτ, είμαι μέσα, τήρηση βαθμολογίας, επίπεδο μαθηματικών γνώσεων, μαθηματικός αναλφαβητισμός, καταγραφή αριθμού ατόμων, μέτρημα ανά δυάδες, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, από, από, μετράω προβατάκια, μετράω ως το, μετράω έως το, τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μου, μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο, συγκαταλέγομαι σε, κάνω ταμείο, μετρώ αντίστροφα, εμπιστεύομαι, υπολογίζω λάθος, μετρώ λάθος, κρατάω το σκορ, κάνω δίαιτα, βασίζομαι, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, σκοπεύω, σχεδιάζω, βασίζομαι σε, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κπ/κτ, προσμετρώμαι σε κτ, αποκλείω, βάζω μέσα, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, μετρώ αντίστροφα, κρατάω λογαριασμό, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, βασίζομαι, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω, μοιράζω κτ απλόχερα, βασίζομαι, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, στρέφομαι, θεωρώ κτ δεδομένο, βασίζομαι, αναμένω, περιμένω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, λογαριάζω, υπολογίζω, σχεδιάζω, σκοπεύω, εξωφρενικά, ψάχνω, κρατάω το σκορ, υπολογίζω, βασίζομαι, σκέφτομαι να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης compter
μετράω, μετρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants apprennent à compter. Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε. |
μετράω, μετρώverbe transitif (calculer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle comptait les bonbons. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignante a compté les copies qu'elle avait ramassées à la fin de l'examen. Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος. |
μετράω, μετρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guide a compté les touristes quand ils remontaient dans le bus. Η ξεναγός μέτρησε τους τουρίστες όταν γύρισαν στο λεωφορείο. |
μετράω, μετρώverbe intransitif (avoir de l'importance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon expérience professionnelle compte-t-elle ? |
μετράωverbe intransitif (avoir de la valeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ton honnêteté compte beaucoup pour moi. |
υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζωverbe transitif (inclure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est un trajet de huit heures, sans compter les arrêts. |
βάζω, έχω(καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te compte parmi mes meilleurs amis. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
αφήνω περιθώριο για
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous devons garder de la place pour permettre un agrandissement futur. |
προσθέτω, υπολογίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jury comptera maintenant les points obtenus. |
μετρώ αντίστροφαverbe transitif Il était presque minuit le jour de la Saint Sylvestre : la foule à Times Square comptait les secondes avant la nouvelle année. |
διανέμωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a compté les dix euros qu'il me devait en pièces de un euro. |
αριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe comptait quelques étudiants parmi ses fans. Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του. |
έχω σημασίαverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vous voulez impressionner un employeur, les diplômes comptent. |
υπολογίζωverbe transitif (les points) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Papa a compté les points pendant la dernière partie. |
μετράω, μετρώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian a compté dix bateaux dans le port. |
καταμέτρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fait un comptage et il vous communiquera les résultats dans un instant. |
απαριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετρώ(plus soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαρτίζομαι, αποτελούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette famille se compose d'un père, d'une mère et d'un enfant. Η οικογένεια αυτή απαρτίζεται (or: αποτελείται) από έναν άνδρα, μια γυναίκα και ένα παιδί. |
καταμετρώ, μετράω, μετρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward a compté les votes. Ο Έντουαρτ καταμέτρησε τις ψήφους. |
διαθέτω, έχωverbe transitif (avoir) (κάτι πολύ καλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'hôtel possède (or: compte) une piscine olympique, un sauna et une salle de gym. Το ξενοδοχείο διαθέτει (or: έχει) πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, σάουνα και γυμναστήριο. |
σκοπεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il avait l'intention d'apprendre à cuisiner. |
αθροίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρεώνω κπ κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chauffeur de taxi m'a fait payer 15 £. Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il s'est intéressé aux avions dès son plus jeune âge. Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί. |
δεκάδες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
με επαρκείς γνώσεις αριθμητικήςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθηματικά αναλφάβητοςlocution adjectivale (μτφ) |
αναξιόπιστος(ανάξιος εμπιστοσύνης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συν φιλοδώρημα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Chacun a payé le dîner 18,95$, sans compter le pourboire. |
πέρα από κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'athlète s'entraîne deux heures par jour, en plus de (or: sans compter) ses entraînements avec ses coéquipiers. Ο αθλητής προπονείται 2 ώρες την ημέρα πέρα από την εξάσκηση που κάνει με τους συμπαίκτες του. |
είμαι μέσα(καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
τήρηση βαθμολογίαςlocution verbale (Sports,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane nous a expliqué comment compter les points au bowling. |
επίπεδο μαθηματικών γνώσεων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαθηματικός αναλφαβητισμόςnom féminin (μεταφορικά) |
καταγραφή αριθμού ατόμωνlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le professeur a compté les présents avant de diviser les élèves en deux groupes de travail. |
μέτρημα ανά δυάδες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφή, ανάγνωση και αριθμητικήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À l'école primaire, on se concentre sur l'écriture, la lecture et les mathématiques. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα. |
μετράω προβατάκιαlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un des meilleurs moyens pour trouver le sommeil est de compter les moutons. Ο καλύτερος τρόπος για να κοιμηθείς είναι να μετράς προβατάκια. |
μετράω ως το, μετράω έως το
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je sais compter jusqu'à dix en chinois. |
τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μου(θετική έννοια) |
μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκαταλέγομαι σε
Cette école compte parmi les dix meilleurs de la nation. Αυτό το σχολείο συγκαταλέγεται στα δέκα κορυφαία σχολεία της χώρας. |
κάνω ταμείοlocution verbale (en fin de service) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετρώ αντίστροφα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À peine fini son anniversaire, Tommy commence à compter les jours qui le séparent du prochain (or: à compter les jours jusqu'au prochain). Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα. |
εμπιστεύομαι(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je fais confiance à mon frère. Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου. |
υπολογίζω λάθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετρώ λάθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω το σκορlocution verbale (Sports) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Compte les points pour ton équipe pendant que Jim le fait pour son équipe. |
κάνω δίαιταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βασίζομαιverbe transitif indirect (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce qu'on peut compter sur cette voiture ? Μπορείς να βασιστείς σε αυτό το αμάξι; |
βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ
J'ai inclus Sheila dans l'équipe parce que je la connais et peux compter sur elle. Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της. |
σκοπεύω, σχεδιάζωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne compte pas rentrer avant minuit. |
βασίζομαι σεverbe transitif indirect (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Merci pour votre aide. Sachez que vous pourrez toujours compter sur moi. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή. |
στηρίζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu peux toujours compter sur moi. Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου. |
βασίζομαι σε κπ/κτverbe transitif indirect |
προσμετρώμαι σε κτ
|
αποκλείωlocution verbale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis occupé samedi alors ne comptez pas sur moi pour le match de foot. |
βάζω μέσα(ανεπ, καθομ: συνυπολογίζω) |
κάτι ασήμαντο/αμελητέοlocution verbale (personne) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετρώ αντίστροφα(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω λογαριασμόlocution verbale (figuré) |
συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε(κάποιον/κάτι σε κάτι) Certains croient que Mère Theresa devrait compter parmi les saints. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους. |
βασίζομαι, στηρίζομαι(σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce qu'on peut compter sur elle ? Μπορείς να την εμπιστευτείς; |
βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ(ότι/πως θα κάνει κτ) Tu peux compter sur elle pour être à l'heure. Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της. |
δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζω κτ απλόχεραlocution verbale (de l'argent,...) (θετική έννοια) |
βασίζομαιverbe transitif indirect (σε κπ για κτ ή να κάνει κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dan compte sur sa copine pour l'aider. Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne comptais pas acheter une collection d'encyclopédies tout de suite. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
στρέφομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quoi qu'il m'arrive, je sais que je peux toujours compter sur mes amis et ma famille. Όποτε αντιμετωπίζω δυσκολίες, ξέρω ότι μπορώ πάντα να στραφώ στους φίλους και την οικογένειά μου. |
θεωρώ κτ δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les fans comptaient sur une victoire aujourd'hui, après les récents succès de Manchester United. Μετά τις πρόσφατες επιτυχίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι οπαδοί θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη σήμερα. |
βασίζομαιverbe transitif indirect (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vous pouvez complètement compter sur la discrétion de votre avocat. Μπορείς να βασίζεσαι απόλυτα στη διακριτικότητα του δικηγόρου σου. |
αναμένω, περιμένωverbe transitif (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne comptais pas prendre ma retraite à 59 ans. Δεν περίμενα ποτέ να πάρω σύνταξη στα 59. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je fais ce petit boulot mais je compte reprendre mes études. |
εμπιστεύομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je peux compter sur ma voiture ; elle ne tombe jamais en panne. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ. |
βασίζομαιverbe transitif indirect (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je comptais sur sa capacité à garder un secret. Βασιζόμουν στην ικανότητά της να κρατήσει μυστικό. |
λογαριάζω, υπολογίζω(κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες; |
σχεδιάζω, σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a l'intention d'acheter une maison l'an prochain. Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου. |
εξωφρενικάlocution adverbiale (dépenser) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si cette gagnante du loto continue à dépenser à outrance (or: sans compter), elle n'aura bientôt plus d'argent. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard cherchait à trouver un travail à l'usine du coin. |
κρατάω το σκορlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu peux jouer et moi, je compterai les points. |
υπολογίζω, βασίζομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je compte sur (or: mise sur) une reprise de la bourse, sinon, ma retraite ne suffira pas. |
σκέφτομαι να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του compter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.