Τι σημαίνει το choix στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης choix στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του choix στο Γαλλικά.
Η λέξη choix στο Γαλλικά σημαίνει επιλογές, επιλογή, επιλογή, επιλογή, ποικιλία, γκάμα, εναλλακτική, επιλογή, εκλογή, ανάληψη, αποδοχή, επιλογή, επιλογή, μενού, συλλογή, συγκέντρωση, επιλογή, κέφι, επιλογή, ποικιλία, φάσμα, επιλογή, εκλεκτός, εκλεκτός, άριστος, πρώτης ποιότητας, υπέρ των αμβλώσεων, διατύπωση, καλύτερος, διαζευκτικός, πρώτης ποιότητας, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, άτεκνος από επιλογή, εκλεκτό τρόφιμο, λάθος κίνηση, λεκτική επιλογή, πρώτη επιλογή, ελεύθερη επιλογή, καμία εναλλακτική λύση/επιλογή, καμία εναλλακτική, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, συγκεκριμένη επιλογή, προσωπική επιλογή, δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή, στάση ζωής, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, άριστη τοποθεσία, μεγάλη ποικιλία, ευρεία ποικιλία, τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, σωστή επιλογή, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτική, δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, κάνω μια επιλογή, ποικιλία, δυνατότητα επιλογής, ελεύθερη επιλογή, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, προσωπική επιλογή, πολλαπλής επιλογής, δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ, ποικιλία, εμφανής, πρώτης διαλογής προϊόν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης choix
επιλογέςnom masculin (possibilités) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il y avait un grand choix de desserts au menu. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από επιδόρπια στο μενού. |
επιλογήnom masculin (acte de choisir) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut qu'il fasse un choix entre la pomme et l'orange. Πρέπει να κάνει μια επιλογή ανάμεσα στο μήλο και στο πορτοκάλι. |
επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette voiture, c'était son choix. |
επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lorsque vous aurez terminé votre sélection, veuillez vous rendre à la caisse pour payer vos produits. |
ποικιλία, γκάμα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εναλλακτική
Μία εναλλακτική θα ήταν να αναβάλουμε το ταξίδι στη λίμνη. |
επιλογή, εκλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Votre choix de la suite en classe affaires vous ouvre de nombreux privilèges. Η επιλογή της executive σουίτας συνοδεύεται από πολλά προνόμια. |
ανάληψη, αποδοχήnom masculin (ευθύνης, έργου, υπηρεσίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'a eu de temps pour rien depuis son choix d'assurer la présidence. |
επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'équipe qui reçoit a le premier choix. Οι γηπεδούχοι έχουν πρώτοι το δικαίωμα της επιλογής. |
επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce serait le choix de tout le monde, mais je suppose que tu sais ce que tu aimes. |
μενούnom masculin (sélection) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Cette société offre un grand choix de services. Η εταιρεία μας προσφέρει ένα πλήρες μενού υπηρεσιών. |
συλλογή, συγκέντρωση(personne, chose) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι επιλογές σου είναι να πας πανεπιστήμιο ή να πιάσεις δουλειά. |
κέφι(μτφ: ανεπ: προτίμηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιλογή, ποικιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont une bonne variété de fromages dans le magasin. |
φάσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La gamme de musique diffusée sur cette station de radio allait de la country au hip hop. |
επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Στηβ δεν έχει επιλογή. Αν θέλει να κρατήσει τη δουλειά του, πρέπει να ανεχθεί τον ευέξαπτο χαρακτήρα του αφεντικού. |
εκλεκτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La viande de choix est toujours la plus chère. |
εκλεκτός, άριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση. |
πρώτης ποιότητας
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υπέρ των αμβλώσεωνadjectif invariable (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διατύπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ian n'avait aucun problème avec l'objet de l'avis, mais il désapprouvait la formulation. |
καλύτερος(ποιοτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est la meilleure farine qui soit pour faire du pain. |
διαζευκτικόςlocution adjectivale (με δύο επιλογές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le problème est souvent présenté comme une proposition où il n'y a que deux choix possibles : soit on accepte avec enthousiasme la technologie, soit on est en retard sur son temps. Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης. |
πρώτης ποιότηταςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμαnom masculin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άτεκνος από επιλογή
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εκλεκτό τρόφιμοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λάθος κίνηση
C'était une mauvaise idée de mentionner le nouveau copain de Lisa devant son ex. |
λεκτική επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Évidemment, Paris aurait été mon premier choix. |
ελεύθερη επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καμία εναλλακτική λύση/επιλογήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je me vois contraint de vous licencier. |
καμία εναλλακτικήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il n'y a pas le choix ; nous devons le faire. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σου ζητήσω να φύγεις. |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκεκριμένη επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική επιλογήnom masculin Je ne te forcerai pas à aller à l'université, c'est ton propre choix. |
δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La montagne est un choix possible pour les vacances. |
στάση ζωήςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon compagnon et moi habitons ensemble depuis 20 ans, mais nous ne sommes pas mariés : c'est un choix de vie. |
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άριστη τοποθεσίαnom masculin |
μεγάλη ποικιλία, ευρεία ποικιλίαnom masculin Nous offrons un vaste choix de matériel informatique au meilleur prix. |
τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σωστή επιλογή
|
δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτικήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai dû le licencier : je n'avais pas le choix. |
διαλέγω, επιλέγωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu as fait ton choix, alors assume-le. |
διαλέγω, επιλέγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vous laisse le temps de regarder le menu et faire votre choix, je prendrai votre commande dans quelques minutes. |
κάνω μια επιλογήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ποικιλία(services) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La société propose un éventail de services à ses clients. Η εταιρεία προσφέρει μια μεγάλη γκάμα υπηρεσιών στους πελάτες της. |
δυνατότητα επιλογής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθερη επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mes parents voulaient que j'aille faire du droit, mais j'ai fait mon propre choix et je suis allé dans une école d'art à la place. |
προσωπική επιλογήnom masculin |
πολλαπλής επιλογήςlocution adjectivale (questionnaire) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous n'avons pas eu d'autre choix que de penser que tu avais agi de manière responsable. |
ποικιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce magasin propose un large choix de produits. |
εμφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Liam avait un bleu bien visible sur la joue. Ο Λίαμ είχε μια εμφανή μελανιά στο μάγουλό του. |
πρώτης διαλογής προϊόνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nous vendons le premier choix plus cher que le deuxième. Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του choix στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του choix
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.