Τι σημαίνει το cerro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cerro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cerro στο ισπανικά.

Η λέξη cerro στο ισπανικά σημαίνει κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, κλείνω, κλείνω, τραβάω, τραβώ, κλείνω, κλείνω, βάζω λουκέτο σε, κλείνω, τυλίγω, κατεβάζω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, περιφράσσω, περικλείω, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ, απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης, απορρίπτομαι, κλείνω, κλείνω, οριστικοποιώ, συνάπτω, κλείνω, εμποδίζω τη λειτουργία, αποκλείω, κλείνω, τελειώνω, κλείνω, κλείνω, κλειδώνω, κλείνω, ασφαλίζω, ασφαλίζω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, κλείνω, κλείνω, -, πετυχαίνω, ολοκληρώνω, σφραγίζω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, σφραγίζω, κλείνω, καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω, κουμπώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, κλείνω, κουμπώνω, σφίγγω, ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω, βάζω φελλό σε κτ, κλείνω κτ με φελλό, λόφος, κλείνω, ανοιχτός, στο πι και φι, κάνω ούγια, βγάζω τον σκασμό, κάνω ούγια, το βουλώνω, το ράβω, που μπορεί να κλειδωθεί, ασφράγιστος, που μπορεί να κλείσει, έτσι απλά, στο πι και φι, σε χρόνο ρεκόρ, από τη μια στιγμή στην άλλη, τίποτα, κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο, μισό δευτερόλεπτο, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, κλείνω τις πόρτες, αποκλείω, κλείσε τα μάτια, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, κλειδώνω την πόρτα, κλείνω μια συμφωνία, πουλάω, πουλώ, διεξάγω εργασίες, το κλείνω, το ράβω, δίνω τα χέρια, προετοιμάζομαι, κάνω μια συμφωνία, το ράβω, το βουλώνω, αποσυνδέομαι, αποσυνδέομαι, κλειδώνω, βροντάω, κάνω μπλοκ άουτ σε κπ, βροντάω, κοπανάω, στεγανοποιώ, σφραγίζω, με την πρώτη ματιά, σκάω, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, βροντάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cerro

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, cierra la ventana.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

κλείνω

verbo intransitivo (definitivamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi restaurante favorito cerró.

κλείνω

verbo intransitivo (μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tienda cerró a las 9 de la noche.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mercado cerró al alza hoy.

κλείνω

(abertura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los albañiles cerraron la pared con el último ladrillo.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los obreros cerraron el camino.

κλείνω

(trato, negocio) (μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El vendedor espera cerrar el trato hoy.

κλείνω, ολοκληρώνω

verbo transitivo (acto, evento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El último orador cerró la sesión.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente cerró el círculo uniendo sus manos.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa cerró la fábrica el día de Navidad.

τραβάω, τραβώ

(cerrar) (τις κουρτίνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada noche corren las cortinas.

κλείνω

(οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a finalizar las negociaciones ahora.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

verbo intransitivo (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuvimos que cerrar por falta de ventas.

κλείνω

verbo intransitivo (επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando mataron al doctor tuvieron que cerrar la clínica.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

τυλίγω

(una sombrilla)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre cierro las cortinas en la noche.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο

verbo transitivo (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pienso cerrar el negocio el mes que viene.
Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα.

περιφράσσω, περικλείω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Utilizó ladrillos para cerrar el jardín.
Χρησιμοποίησε τούβλα για να περιφράξει τον κήπο. Τον αστέρα του κινηματογράφου τον περιέκλεισαν οι σωματοφύλακες από όλες τις μεριές.

κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía cerró la carretera debido a un grave accidente.
Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος.

απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απορρίπτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo (las heridas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La herida cerrará con el tiempo.
Η πληγή θα κλείσει σταδιακά με τον καιρό.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba refrescando así que Mark cerró la ventana.
Άρχισε να κάνει κρύο, γι' αυτό ο Μάικ έκλεισε το παράθυρο.

οριστικοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo de trabajo cerró el calendario del proyecto.

συνάπτω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las dos empresas están hablando hace meses, pero todavía no han cerrado un trato.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Saqué la mayor parte del dinero pero dejé una pequeña cantidad para no tener que cerrarla.

εμποδίζω τη λειτουργία

(επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La sociedad contra la explotación de mujeres juró cerrar el local de pornografía.
Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.

αποκλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo (trato, acuerdo) (μεταφορικά: συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvimos que bajar el precio para cerrar el trato.
Αναγκαστήκαμε να κατεβάσουμε την τιμή, για να κλείσουμε τη συμφωνία.

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a cerrar la reunión que tengo que tomar un avión.
Ας τελειώσουμε τη σύσκεψη, πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina cerró el negocio y se fue a su casa.
Η Νίνα έκλεισε το κατάστημα και πήγε στο σπίτι.

κλείνω

verbo transitivo (costura) (πόντους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una buena manera de dar forma a las mangas de un suéter cuando tejes, es cerrar ciertos puntos al principio de cada fila.
Ένας τρόπος για να σχηματίσεις μανίκια όταν πλέκεις πουλόβερ είναι να κλείσεις συγκεκριμένο αριθμό βελονιών στην αρχή κάθε σειράς.

κλειδώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quien salga el último, que se acuerde de cerrar.
Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει.

κλείνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dueños del boliche cerraron porque había muchas quejas por los ruidos durante toda la noche.
Οι ιδιοκτήτες του κλαμπ το έκλεισαν λόγω παραπόνων για θόρυβο καθόλη τη διάρκεια της νύχτας.

ασφαλίζω, ασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La granjera cerró la cancela tras ella.
Η αγρότισσα ασφάλισε την πόρτα πίσω της.

ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esperamos poder cerrar el trato esta tarde.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patel estaba cerrando el negocio cuando dos hombres lo atacaron.
Ο Πατέλ έκλεινε το μαγαζί όταν του επιτέθηκαν οι δύο άντρες.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cuando cayó la noche, cerró las cortinas.
Όταν νύχτωσε, έκλεισε τα παντζούρια.

πετυχαίνω

verbo transitivo (figurado) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su compañía cerró un importante contrato con el gobierno.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

ολοκληρώνω

(venta) (τη συναλλαγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hemos intercambiado contratos y esperamos cerrar la venta de la casa la próxima semana.

σφραγίζω

verbo transitivo (sobres)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lame el sobre para cerrarlo.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill cerró la tienda antes de irse a casa a cenar.

κλείνω

verbo transitivo (un acuerdo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Han cerrado el debate, ya no hay nada más que decir.

κλείνω, σφραγίζω

(con cinta adhesiva) (με ταινία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joan cerró el paquete, que estaba listo para enviarse por correo.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a envolver bien esto y te lo mando por correo.
Θα το τυλίξω καλά και θα σου το στείλω με το ταχυδρομείο.

κουμπώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abróchate los botones, está helado afuera.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cura concluyó su sermón pidiéndole a la congregación que rezara.

κλείνω

(informática)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sal de Word antes de cerrar el ordenador.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

κουμπώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me abrochas la pulsera?

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam apretó el puño a medida que su atacante se acercaba.

ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe de personal finalizó la reunión temprano.
Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έληξε τη σύσκεψη νωρίς.

βάζω φελλό σε κτ, κλείνω κτ με φελλό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λόφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Contemplaba la ciudad desde arriba de una colina.
Στάθηκε σε έναν λόφο και κοίταξε κάτω, κατά την πόλη.

κλείνω

(persona) (το δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trató de llegar a su casa, pero los oficiales de policía le cerraron el paso.
Προσπάθησε να φτάσει στο σπίτι του, αλλά οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο.

ανοιχτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pippa dejó las cortinas abiertas.

στο πι και φι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espérame aquí. ¡Enseguida vuelvo!

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

βγάζω τον σκασμό

(αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

το βουλώνω, το ράβω

(αργκό, πιθανά προσβλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está despotricando de nuevo, ¡ojalá se callara!
Τον έπιασε πάλι παραλήρημα. Εύχομαι να το βουλώσει!

που μπορεί να κλειδωθεί

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ασφράγιστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να κλείσει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτσι απλά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lucy estaba acá y de repente desapareció.

στο πι και φι

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo termino en un abrir y cerrar de ojos.

σε χρόνο ρεκόρ

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegamos en un periquete.

από τη μια στιγμή στην άλλη

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Y en un abrir y cerrar de ojos ella había desaparecido.

τίποτα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos veremos en dos semanas: eso es muy poco tiempo.
Θα ιδωθούμε σε δύο βδομάδες. Τίποτα δεν είναι.

κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο

locución verbal

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No te olvides que hoy los negocios cierran antes, tendrás que correr si quieres llegar a tiempo.

μισό δευτερόλεπτο

expresión

Espera, ¡estaré contigo en un abrir y cerrar de ojos!

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

(άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο

(figurado) (μεταφορικά: κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hoy empiezo a trabajar en la compañía donde trabajé por primera vez, siento que mi carrera cierra un circulo.

κλείνω τις πόρτες

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No aprobó el examen de ingreso y con eso cerró la puerta de convertirse en abogado.
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

αποκλείω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

κλείσε τα μάτια

locución verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα

(coloquial, figurado) (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes mantener la boca cerrada y no decirle a tu suegra lo que realmente piensas de su comida.

κλειδώνω την πόρτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre pongo la alarma contra robos y cierro la puerta con llave cuando salgo.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

κλείνω μια συμφωνία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El hombre invitó a su compañero a almorzar para cerrar un negocio.

πουλάω, πουλώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El vendedor de coches cerró la venta en 18.000 euros.

διεξάγω εργασίες

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prefiero cerrar negocios en un buen restaurante antes que en el despacho.

το κλείνω, το ράβω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Cierra la boca! No quiero que todos se enteren de nuestras cosas.

δίνω τα χέρια

locución verbal (μεταφορικά: συμφωνώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προετοιμάζομαι

locución verbal (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μια συμφωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το ράβω, το βουλώνω

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En cuanto se dé cuenta de que todos le están escuchando, cerrará el pico.

αποσυνδέομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cerrá sesión en el sitio pero no cierres el navegador.

αποσυνδέομαι

(Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No te olvides de cerrar la sesión del mail cuando uses una computadora compartida.
Μην ξεχνάς να αποσυνδέεσαι από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου, όταν χρησιμοποιείς κοινόχρηστο υπολογιστή. Πρέπει να αποσυνδεθώ πριν γυρίσει η μητέρα μου.

κλειδώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cierra la puerta con llave tras de ti.
Κλείδωσε την πόρτα φεύγοντας.

βροντάω

(una puerta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La adolescente cerró la puerta de un golpe cuando se fue de la habitación tras haber discutido con sus padres.
Η έφηβη βρόντηξε την πόρτα καθώς έφευγε από το δωμάτιο μετά από έναν ακόμη καυγά με τους γονείς της.

κάνω μπλοκ άουτ σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βροντάω, κοπανάω

locución verbal (την πόρτα για να κλείσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στεγανοποιώ, σφραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se hacen conservas es importante cerrar herméticamente los frascos para evitar que entre aire y se contamine la fruta.

με την πρώτη ματιά

expresión (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se terminó el helado en un abrir y cerrar de ojos.

σκάω

(vulgar, muy ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchas familias pasan por alto el hecho de que son responsables por el fracaso de sus hijos.

κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerró los ojos sobre los asuntos de su marido.

βροντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El viento se coló por las ventanas y cerró la puerta de un portazo.
Ο άνεμος φυσούσε μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και η πόρτα βρόντηξε.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cerro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.