Τι σημαίνει το canon στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης canon στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του canon στο Γαλλικά.
Η λέξη canon στο Γαλλικά σημαίνει κανόνι, κανόνας, πυροβόλο, κάννη, κούκλος, κούκλα, κανόνας, σέξυ, ελκυστικός, ομορφούλης, ομορφούλα, κούκλος, ωραίος, όμορφος, γκομενάκι, αστέρι, κανόνι, κάτσια, κανόνας, δεκάρι, σκέτη φωτιά, σεξοβόμβα, καυτός, στόμιο κάννης, φαράγγι, θεά, κούκλα, θεά, γκομενάρα, μωρό, κομμάτι, μανούλι, μανάρι, με μορφή κανόνα, αναλώσιμος, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, με λεία κάννη, με κομμένη κάνη, πυρίτιδα, μπάλα κανονιού, μέταλο πυροβόλων, τροφή για τα κανόνια, εκκλησιαστικός κανόνας, τυπική καλλονή, κοντόκαννη καραμπίνα, μαύρη πυρίτιδα, σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι, αντιαεροπορικά πυρά, κοντόκανο πιστόλι, όπλο με κομμένη κάνη, αναλώσιμος για κτ, κανόνι νερού, όπλο με λεία κάννη, υπό την απειλή όπλου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης canon
κανόνιnom masculin (όπλο σε ρόδες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les canons du parc viennent d'un vieux bateau. Τα κανόνια στο πάρκο προέρχονται από ένα παλιό πλοίο. |
κανόναςnom masculin (Musique) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous avons appris à chanter deux canons de Mozart. Μάθαμε να τραγουδάμε δυο κανόνες από τη μουσική του Μότσαρτ. |
πυροβόλοnom masculin (όπλο σε τανκ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La plupart des tanks n'ont qu'un seul canon. Τα περισσότερα τανκς έχουν ένα πυροβόλο. |
κάννηnom masculin (d'une arme à feu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les agents polissaient le canon de leur arme avant de la remettre dans son étui. Ο αστυνομικός γυάλισε την κάννη του όπλου του πριν το βάλει στη θήκη του. |
κούκλος, κούκλα(figuré, familier) (πολύ όμορφος/η) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κανόνας(γενικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son comportement est contraire aux critères d'éthique. |
σέξυ(familier, anglicisme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est vraiment sexy, tu ne trouves pas ? Είναι και πολύ σέξυ! Δεν συμφωνείς; |
ελκυστικόςadjectif (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομορφούλης, ομορφούλα(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) C'est qui ce canon avec le T-shirt bleu ? Ποιος είναι ο ομορφούλης με το μπλε μπλουζάκι; |
κούκλος(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ωραίος, όμορφοςadjectif (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zach était plutôt canon quand il était plus jeune. |
γκομενάκι(argot) (καθομ, πιθανώς μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Joe a tout de suite été attiré par Fiona. Il trouvait qu'elle était canon. |
αστέρι(familier : personne belle) (μτφ: για όλα τα γένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κανόνιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le navire était muni de plusieurs canons de onze pouces. Το πλοίο είχε αρκετά κανόνια των έντεκα ιντσών. |
κάτσιαnom masculin (Musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Edouard adore chanter des chants et des canons de l'époque victorienne. |
κανόναςnom masculin (Musique) (στη μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les enfants chantaient "London's Burning" en canon. |
δεκάρι(figuré, familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) Steve est un vrai canon ! |
σκέτη φωτιά(familier) (μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Bordel, elle est belle. Elle est canon ! |
σεξοβόμβα(familier : belle femme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ouah ! Ta nouvelle copine est une bombe ! |
καυτός(familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est vraiment sexy, tu ne trouves pas ? |
στόμιο κάννης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kyle a jeté un coup d'œil dans la bouche du fusil. |
φαράγγι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un pont de 50 mètres enjambe le canyon (or: cañon). Μια γέφυρα πενήντα μέτρων διασχίζει το φαράγγι. |
θεά(familier) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu as vu la femme de Ray ? C'est une bombe. Έχεις δει τη γυναίκα του; Είναι θεά (or: κουκλάρα). |
κούκλα, θεά, γκομενάρα(για γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μωρό, κομμάτι(αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait de très jolies filles en boîte ce soir. Είχε κάτι ωραία γκομενάκια στο κλαμπ απόψε. |
μανούλι, μανάρι(familier, vieilli) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alistair a repéré une belle petite nana au bar. |
με μορφή κανόναadjectif (μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλώσιμος(figuré : personnes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν γεμίζω το μάτι σε κπ(personne) (μεταφορικά, προφορικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce n'est pas un canon de beauté, mais il a un bon travail et il est gentil. Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας. |
με λεία κάννηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με κομμένη κάνηlocution adjectivale (fusil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυρίτιδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les barils de poudre à canon étaient dangereusement proches de la flamme. |
μπάλα κανονιούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέταλο πυροβόλωνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τροφή για τα κανόνιαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκλησιαστικός κανόναςnom masculin |
τυπική καλλονή
Δεν ήταν ακριβώς ωραία, αλλά είχε όμορφο χαμόγελο. |
κοντόκαννη καραμπίναnom féminin |
μαύρη πυρίτιδαnom féminin (explosif) |
σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι(familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle était tellement canon qu’il était impossible de lui résister. |
αντιαεροπορικά πυράnom masculin |
κοντόκανο πιστόλιnom masculin |
όπλο με κομμένη κάνηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναλώσιμος για κτnom féminin Ils étaient juste tous de la chair à canon pour l'armée de l'empereur. |
κανόνι νερούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
όπλο με λεία κάννη
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπό την απειλή όπλουnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του canon στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του canon
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.