Τι σημαίνει το break up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης break up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του break up στο Αγγλικά.

Η λέξη break up στο Αγγλικά σημαίνει διασπώμαι σε, χωρίζω, χωρίζω με, σταματάω, σταματώ, διαλύω, σταματώ, σπάω, σπάζω, χάνομαι, χωρισμός, διάσπαση, Κόφτε το!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης break up

διασπώμαι σε

phrasal verb, intransitive (disintegrate)

Rock gradually breaks up into sand.

χωρίζω

phrasal verb, intransitive (informal (couple: separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple broke up after a three-year relationship.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

χωρίζω με

phrasal verb, transitive, inseparable (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think you need to break up with your boyfriend.

σταματάω, σταματώ

phrasal verb, intransitive (informal (school: finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
School breaks up next week for the summer holidays.
Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα.

διαλύω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (cause to separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She blamed his mother's constant interference for breaking up their marriage.
Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της.

σταματώ

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (fight: intervene) (τον καβγά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The head teacher stepped in and broke up the fight between the two boys.
Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών.

σπάω, σπάζω

phrasal verb, transitive, separable (crumble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Break the biscuits up into small pieces and put them in a food processor.
Σπάσε τα μπισκότα σε μικρά κομμάτια και βάλ' τα στο μούλτι.

χάνομαι

phrasal verb, intransitive (loss of phone sound quality)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're breaking up, so I'll call you back later.
Κάνει διακοπές το τηλέφωνο, γι' αυτό θα σε πάρω αργότερα.

χωρισμός

noun (romantic separation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's been renting an apartment downtown since the breakup.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι στα χωρίσματα. Δεν ζουν πια μαζί.

διάσπαση

noun (political fragmentation) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breakup of the Soviet Union began in the early 1990s.
Η διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε στις αρχές του 1990.

Κόφτε το!

interjection (slang (stop fighting)

You can't fight in this bar. Break it up or I'll call the police and they'll break it up for you.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του break up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του break up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.