Τι σημαίνει το bateau στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bateau στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bateau στο Γαλλικά.
Η λέξη bateau στο Γαλλικά σημαίνει βάρκα, πλοίο, φορτηγό πλοίο, σκάφος, σκάφος, πλοίο, καράβι, βάρκα με κουπιά, πλωτό θέατρο, βάρκα με κουπιά, θαλάσσιο ταξί, που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούν, μέσω θαλάσσης, δια θαλάσσης, με καράβι, στην ίδια θέση, Γεια χαρά!, βυτιοφόρο όχημα, ατμόπλοιο, ατμόπλοιο, ατμόπλοιο, καραβοφάναρο, ποταμόπλοιο, κρούζερ, κρουαζιερόπλοιο, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο, πλοίο μεταφοράς σκλάβων, ναυπηγός, βόλτα με βάρκα, κρουαζιερόπλοιο, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, σκάφος για θαλάσσιο σκι, ταχύπλοο για θαλάσσιο σκι, εκδρομή με σκάφος, ψαρόβαρκα, είδος αυστραλιανού σκάφους, μια βάρκα γεμάτη, φουσκωτό σκάφος, έγκατα του πλοίου, ξεγελάω, κοροϊδεύω, σαλπάρω, γεμάτο καράβι, πλοίο που μεταφέρει μπανάνες, σαλπάρω, παραπλανώ, ξεγελάω, ιστιοφόρο, πηγαίνω με κτ, πάω με κτ, βάρκα, πετρελαιοκίνητο πλοίο, κοροϊδεύω, ταχύπλοο, κάνω κρουαζιέρα, πηγαίνω κρουαζιέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bateau
βάρκα(μικρό όχημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jay aime regarder les bateaux sur le lac. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το καΐκι του παππού μου μύριζε ψάρια και θάλασσα. |
πλοίοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le bateau devrait arriver le 24 janvier avec toute la marchandise. Το καράβι με όλο το εμπόρευμα αναμένεται να φτάσει στις 24 Ιανουαρίου. |
φορτηγό πλοίοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάφος(grand bateau (de guerre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'équipage s'est assuré que le vaisseau était en bon état avant de prendre la mer. Το πλήρωμα βεβαιώθηκε ότι το σκάφος ήταν σε καλή κατάσταση πριν βγει στη θάλασσα. |
σκάφοςnom masculin (πλεούμενο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλοίο, καράβιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βάρκα με κουπιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλωτό θέατροnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάρκα με κουπιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θαλάσσιο ταξίnom masculin |
που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούνverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a dit qu'elle lui rembourserait l'argent qu'elle lui a emprunté mais il s'est fait mener en bateau. |
μέσω θαλάσσης
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δια θαλάσσης, με καράβιlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ça prend du temps se rendre en Australie par bateau. Παίρνει πολύ χρόνο να ταξιδέψεις στην Αυστραλία δια θαλάσσης. |
στην ίδια θέσηlocution adverbiale (figuré) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Γεια χαρά!interjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βυτιοφόρο όχημα(bateau : pétrole) |
ατμόπλοιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ατμόπλοιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un bateau à vapeur s'approchait lentement du port. |
ατμόπλοιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καραβοφάναροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ποταμόπλοιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρούζερ(anglicisme) (σκάφος) |
κρουαζιερόπλοιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mes vacances idéales seraient de me reposer sur un bateau de croisière dans les Caraïbes pendant une semaine. |
θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On trouve encore des bateaux à roue à aubes sur le Mississipi. |
πλοίο μεταφοράς σκλάβωνnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναυπηγόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βόλτα με βάρκαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À Paris, nous ferons une belle promenade en bateau sur la Seine. |
κρουαζιερόπλοιοnom masculin (επιβατικό, για κρουαζιέρες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάφος για το κυνήγι της φώκιαςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκάφος για θαλάσσιο σκι, ταχύπλοο για θαλάσσιο σκιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκδρομή με σκάφοςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψαρόβαρκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είδος αυστραλιανού σκάφουςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μια βάρκα γεμάτηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φουσκωτό σκάφοςnom masculin |
έγκατα του πλοίουnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγελάω, κοροϊδεύωverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne savais pas qu'il ne faisait que me mener en bateau. |
σαλπάρωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γεμάτο καράβιnom masculin |
πλοίο που μεταφέρει μπανάνες(φορτηγό πλοίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαλπάρω(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont pris le large pour leur lune de miel. // J'en ai marre de ce stress quotidien. Pourquoi ne pas monter sur un yacht avec une bouteille de champagne et prendre le large ? |
παραπλανώ, ξεγελάω(figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai cru qu'il m'aimait mais il me faisait juste marcher. Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε. |
ιστιοφόροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πηγαίνω με κτ, πάω με κτ
Steve est allé à Oxford en train. Ο Στηβ ταξίδεψε με τρένο στην Οξφόρδη. |
βάρκαnom masculin (μεταλλική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετρελαιοκίνητο πλοίοnom masculin |
κοροϊδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne t'avise pas de me mener en bateau. Je le saurai tout de suite. Μην προσπαθήσεις να με κοροϊδέψεις! Θα το καταλάβω αμέσως. |
ταχύπλοοnom masculin |
κάνω κρουαζιέρα, πηγαίνω κρουαζιέρα(σε κάποιο μέρος, κάπου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le printemps est une saison idéale pour faire une croisière sur la Méditerranée. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bateau στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bateau
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.