Τι σημαίνει το assez στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assez στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assez στο Γαλλικά.
Η λέξη assez στο Γαλλικά σημαίνει αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, κάπως, κάπως, -ούτσικος, -ούλικος, -ουλός, αρκετά, επαρκώς, αρκετά, αρκετά, πολύς, αρκετά, μάλλον, σχετικά, αρκούντως, αρκετά, επαρκώς, κάπως, λίγο, αρκετά, κατά κάποιο τρόπο, κάπως, λίγο, επαρκώς, κάπως, αρκετά, αρκετός, αντάντε, ενήλικος, ικανοποιητικός, αλλεγκρέτο, αλεγκρέτο, αντάντε, αρκετά μεγάλος, αρκετά μεγάλος, άψητος, άψητος, αρκετά νέος, μακριούτσικος, αρκετά μακρύς, αλλεγκρέτο, αλεγκρέτο, αρκετά καλός, αρκετά καλός, λεπτούλης, αρκετά καλός, αρκετά κοντά σε σχέση με, όχι αρκετά καλός, αρκετά δύσκολος, που έχει το θάρρος να, πολύ λίγοι, αγανακτισμένος, αρκετά μεγάλος, με βαθμό "Καλώς", αρκετά καινούριος, κοντούλης, ψηλούτσικος, μεγαλούτσικος, που ίσα που φτάνει, αρκετά συχνά, με έπαινο, αρκετά καλά, πολύ λίγο, αρκετά μακριά, αρκετός καιρός, αρκετά καλά, Είναι αρκετή απόσταση, του ίδιου είδους, σχετικά κοντινός σε, καλή πιθανότητα, υπεραρκετός, βαρέθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπουχτίζω, μπαφιάζω, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, βαριέμαι, ξέρω ότι δεν πρέπει να, είμαι έως εδώ με κτ, κουράζομαι από κτ/κπ, βαριέμαι, πλήττω, έχω αρκετό, χλιαρός, αρκετός, επαρκής, πολύ λίγο, αρκετά συχνά, αρκετά καλά, αρκετά, αργούτσικα, υπεραρκετός, βαριέμαι, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι, επάρκεια, αρκετός, βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ, βαρέθηκα, παίρνω τη δόση μου, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, κουράζομαι με κτ, έχω αρκετό, αδύναμος, μαλακός, που έχει αδυναμία σε κτ, φτάνει πια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assez
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il travaillait assez pour soutenir sa famille. |
αρκετά(αγανάκτηση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Assez ! Je ne veux plus rien entendre ! Φτάνει (or: Αρκεί)! Δε θέλω να ακούσω άλλο. |
αρκετάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les pâtes étaient assez (or: plutôt) bonnes mais pas autant que ce à quoi je m'attendais. Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα. |
αρκετάadverbe (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Je prie pour que nous ayons toujours assez (or: suffisamment) pour vivre. Προσεύχομαι να έχουμε πάντα αρκετά για να ζούμε. |
αρκετάadverbe (passablement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est assez (or: plutôt) intéressant, mais je ne veux toujours pas l'acheter. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε θέλω να το αγοράσω. |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Garer la voiture sur cette petite place de parking était assez difficile, mais Debbie a finalement réussi. Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος. |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Για τον Ντέβιντ ήταν δύσκολο να κάνει ποδήλατο στην αρχή, αλλά γινόταν κάπως πιο εύκολο κάθε φορά που προσπαθούσε. |
-ούτσικος, -ούλικος, -ουλός(έως ένα βαθμό) Par exemple : assez grand Για παράδειγμα: ψηλούτσικος |
αρκετάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La maison était assez bien bâtie et ne s'est pas effondrée lors de la tempête. Το σπίτι ήταν φτιαγμένο αρκετά καλά και δεν κατέρρευσε όταν χτύπησε η καταιγίδα. |
επαρκώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Assure-toi que le jardin est suffisamment arrosé avant ton départ. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Όχι άλλη πίτα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα ήδη πολύ. |
αρκετά, μάλλον, σχετικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il était plutôt perturbé par les images de la guerre. Je suis assez contrariée par ton attitude. Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου. |
αρκούντως, αρκετά, επαρκώςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Est-ce que tu te sens suffisamment (or: assez) préparé pour l'examen ? Αισθάνεσαι επαρκώς προετοιμασμένος για το τεστ; |
κάπως, λίγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il fait plutôt froid pour porter un short. Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pete est moche, mais son frère est relativement (or: assez) beau. |
κατά κάποιο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάπως, λίγο(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου. |
επαρκώςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est plutôt cher, mais je vais quand même l'acheter. Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω. |
αρκετός(ποσότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avons-nous assez d'argent pour ce repas ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μισθός μου δεν είναι επαρκής για να πάω διακοπές. |
αντάντε(Musique, italien) (μουσική: μέτρια αργός) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ενήλικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ικανοποιητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλεγκρέτο, αλεγκρέτο(Musique, italien) (ρυθμός) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντάντε(Musique, italien) (μουσική: μέτρια αργός) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετά μεγάλος
Une partie assez grande (or: importante, considérable) de l'assurance a été allouée aux familles des victimes. |
αρκετά μεγάλος
Un assez grand nombre d'Américains soutiennent les droits des homosexuels. |
άψητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un porc pas assez cuit peut contenir des parasites ou des bactéries dangereuses. |
άψητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρκετά νέοςadjectif |
μακριούτσικος, αρκετά μακρύςlocution adjectivale (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλεγκρέτο, αλεγκρέτο(Musique, italien) (ρυθμός) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le musicien a joué d'un tempo allegretto pendant le concert. |
αρκετά καλός
Δεν είναι ο καλύτερος υπολογιστής που υπάρχει, αλλά κάνει για τις ανάγκες μου. |
αρκετά καλός(familier) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Son anglais n'est pas parfait, mais il est pas mal. |
λεπτούλης(sauce) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sauce est un peu trop diluée, je crois que je vais y ajouter de la farine pour l'épaissir. |
αρκετά καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'ai pas eu de super notes à l'examen, mais j'ai eu d'assez bons résultats. |
αρκετά κοντά σε σχέση μεadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous étions assez proches l'une de l'autre quand nous étions plus jeunes. |
όχι αρκετά καλόςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a déposé son cœur et le reste à ses pieds, mais ce n'était pas encore assez bon pour elle. |
αρκετά δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aïe, il était plutôt dur ce test ! Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο. |
που έχει το θάρρος να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anna a eu l'audace de critiquer la décision son patron devant lui. |
πολύ λίγοι
J'ai trop peu de livres pour remplir ma bibliothèque. Δεν έχουν αρκετά βιβλία για να γεμίσω τη βιβλιοθήκη μου. |
αγανακτισμένος(un peu familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tu as l'air d'en avoir marre : qu'est-ce qui ne va pas ? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
αρκετά μεγάλοςadjectif (enfant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με βαθμό "Καλώς"nom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρκετά καινούριος
|
κοντούλης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψηλούτσικοςlocution adjectivale (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεγαλούτσικοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ίσα που φτάνειadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι προμήθειές μας είναι ίσα ίσα για μας. Δεν μπορούμε να πάρουμε κανέναν άλλον. |
αρκετά συχνάadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με έπαινοlocution adverbiale (Scolaire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son CV indique qu'elle a eu son diplôme avec mention. |
αρκετά καλάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ λίγοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il n'a pas assez d'argent pour s'acheter une voiture. |
αρκετά μακριάlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il n'était jamais assez loin de son ex-femme. |
αρκετός καιρόςadverbe Ça fait assez longtemps que je ne l'ai pas vu. |
αρκετά καλάadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le nouveau logiciel fonctionne assez bien. |
Είναι αρκετή απόσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
του ίδιου είδους
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχετικά κοντινός σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le parc est assez proche d'ici, suivez cette rue puis tournez à gauche. Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά. |
καλή πιθανότητα
Tu penses que l'équipe a d'assez bonnes chances de gagner le titre ? Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα; |
υπεραρκετόςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est injuste que certains soient pauvres et meurent de faim alors que d'autres ont plus qu'assez. Είναι άδικο που κάποιοι άνθρωποι είναι φτωχοί και πεινάνε, ενώ άλλοι έχουν παραπάνω από όσα χρειάζονται. |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez de toi ! Δε σε αντέχω άλλο! |
βαρέθηκα, κουράστηκα(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis énervé et j'en ai assez de son sale comportement. |
βαρέθηκα, κουράστηκα(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
μπουχτίζω, μπαφιάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne peux plus faire ce travail. J'en ai assez ! Δεν μπορώ να κάνω άλλο αυτή τη δουλειά, μπούχτισα! |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En général, je n'aime pas trop le vin blanc ; je préfère de loin le vin rouge. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez de ses plaintes constantes (or: qu'il se plaigne tout le temps). Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. |
βαριέμαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez de ma vie. |
ξέρω ότι δεν πρέπει να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι έως εδώ με κτ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle nous a dit d'un ton énervé qu'elle en avait ras-le-bol de nous entendre nous disputer. |
κουράζομαι από κτ/κπ
Je me suis lassée des critiques incessantes de mon ex, alors je l'ai quitté. |
βαριέμαι, πλήττωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À la rentrée, il est généralement fasciné mais il en a assez au bout d'une semaine. Στο σχολείο είναι αρχικά συνήθως ενθουσιασμένος, αλλά βαριέται (or: πλήττει) μέσα σε μία εβδομάδα. |
έχω αρκετόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χλιαρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Φρεντ έγινε δεκτός με ένα χλιαρό καλωσόρισμα στη νέα του δουλειά. |
αρκετός, επαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons largement assez de nourriture, même si des invités arrivent. Έχουμε επαρκή φαγώσιμα, ακόμα κι αν έρθουν καλεσμένοι. |
πολύ λίγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a trop peu d'argent pour s'acheter une voiture. |
αρκετά συχνάadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ma fille me rend visite assez souvent, mais elle ne reste pas longtemps. |
αρκετά καλάadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je parle assez bien français, mais pas au point où l'on croirait que c'est ma langue maternelle. |
αρκετάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est allé assez loin dans son flirt. |
αργούτσικαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπεραρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Venez manger avec nous, il y a largement assez de nourriture. |
βαριέμαι(un peu familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Audrey en avait marre du mauvais temps. // Comme Joan en avait marre d'être baladée de bureau en bureau, elle s'est énervée. Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε. |
ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαιadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επάρκεια(από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il devrait y avoir assez de papier dans le local à fournitures. |
αρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a beaucoup d'essence dans la voiture. Το αυτοκίνητο έχει αρκετή βενζίνη. |
βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai marre d'essayer de te l'expliquer : fais ce que tu veux, je m'en fiche ! |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez du langage grossier de cet homme. |
παίρνω τη δόση μου(μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρχίζω να κουράζομαι από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le professeur commençait à en avoir assez de dire à ses élèves d'arrêter de bavarder. |
κουράζομαι με κτ
Je commence à être las des séries policières. Il y en a plein à la télé ! Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες! |
έχω αρκετόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αδύναμος, μαλακός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne sois pas aussi indulgent ! Dis-leur ce que tu dois leur dire et n'aie pas peur ! Μην είσαι τόσο αδύναμος (or: μαλακός). Πες τους ό,τι έχεις να τους πεις και μη φοβάσαι. |
που έχει αδυναμία σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai un faible pour tout ce qui est chocolat. |
φτάνει πιαinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bon, assez parlé de ça ! Passons à autre chose. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assez στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του assez
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.