Τι σημαίνει το apprécié στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης apprécié στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apprécié στο Γαλλικά.
Η λέξη apprécié στο Γαλλικά σημαίνει μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, απολαμβάνω, απόλαυση, εγκρίνω, απολαμβάνω, χαίρομαι, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, τη βρίσκω, ευγνώμονας, κρίνω, αξιολογώ, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, θα ήθελα, απολαμβάνω, εκτιμώ, σέβομαι, ανατιμώμαι, εκτιμάω, εκτιμώ, δεν μου αρέσει, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, μου αρέσει να κάνω κτ, ενοχλούμαι με κτ, φθονώ, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, μισώ, ξενερώνω με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης apprécié
μου αρέσει, μ' αρέσει(une personne amie) Je l'aime bien. Il a l'air sympa. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί. |
μου αρέσει, μ' αρέσει(une chose) J'aime bien cette idée. Soumettons-la au patron. Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πάντα μου αρέσουν τα καλά βιβλία. |
απόλαυσηverbe transitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) M. et Mme Whitley apprécient énormément le théâtre. Ο κύριος και η κυρία Γουίτλεϋ απολαμβάνουν πολύ το θέατρο. |
εγκρίνω(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses parents n'appréciaient pas son nouveau copain. Οι γονείς της δεν ενέκριναν τον νέο της φίλο. |
απολαμβάνω, χαίρομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stefan apprécie les choses simples depuis sa crise cardiaque. Ο Στέφαν απολαμβάνει τις απλές χαρές από τότε που έπαθε καρδιακή προσβολή. |
τη βρίσκω(figuré) (αργκό: με κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευγνώμονας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous vous sommes reconnaissants pour votre aide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθεια που μας προσφέρατε. |
κρίνω, αξιολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le juge renommé a évalué les chorégraphies de la soirée. Ο κριτής των σελέμπριτι αξιολόγησε τις χορευτικές επιδόσεις της βραδιάς. |
απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θα ήθελα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne serais pas contre une tasse de thé. Tu veux bien m'en préparer ? |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a aimé prendre sa revanche sur le type qui lui avait fait perdre son emploi. Ο Έιντριαν ευχαριστήθηκε όταν εκδικήθηκε τον τύπο εξαιτίας του οποίου έχασε τη δουλειά του. |
εκτιμώ, σέβομαιverbe transitif (κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle est très estimée (or: appréciée) par son supérieur. Χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το αφεντικό της. |
ανατιμώμαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) N'achète pas cette voiture. Au lieu de prendre de la valeur, elle va en perdre. Μην αγοράσεις αυτό το αυτοκίνητο. Η αξία του δεν θα αυξηθεί (or: ανεβεί), αντίθετα θα πέσει. |
εκτιμάω, εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prof montre qu'elle apprécie ses élèves à leur juste valeur. |
δεν μου αρέσειverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'apprécie pas qu'on me tutoie quand on ne me connaît pas. Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En général, je n'aime pas trop le vin blanc ; je préfère de loin le vin rouge. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά συχνά θεωρούν τους γονείς τους δεδομένους. |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au début, Rick détestait cette chanson, mais il commence à l'aimer. Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
μου αρέσει να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενοχλούμαι με κτ
Η βαριεστημένη νοικοκυρά εκνευριζόταν για κάθε ώρα που περνούσε καθαρίζοντας και μαγειρεύοντας. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Φθονώ τα τέλεια μαλλιά και τη μικρή μυτούλα της Μισέλ. |
απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, μισώverbe transitif (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle n'appréciait pas d'avoir à passer autant de temps toute seule. Της την έδινε που έπρεπε να περνάει τόση ώρα μόνη της. |
ξενερώνω με κπ/κτverbe transitif (καθομιλουμέμη) Je l'aimais beaucoup mais depuis que j'ai entendu parler de ses habitudes étranges, je ne l'apprécie plus du tout. Τον συμπαθούσα πολύ παλιότερα, απ' τη στιγμή όμως που άκουσα για τις περίεργες συνήθειές του ξενέρωσα τελείως μαζί του. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apprécié στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του apprécié
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.