Τι σημαίνει το adornar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης adornar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του adornar στο ισπανικά.

Η λέξη adornar στο ισπανικά σημαίνει διακοσμώ, στολίζω, διακοσμώ, στολίζω, στολίζω, διακοσμώ, διακοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω, διακοσμώ, κοσμώ, στολίζω, διακοσμώ, στολίζω, διακοσμημένος, διακοσμώ, στολίζω, προσθέτω αξεσουάρ, διακοσμώ, στολίζω, ομορφαίνω, διακοσμώ, διακοσμώ, γαρνίρω, διακοσμώ, στολίζω, ωραιοποιώ, εξωραΐζω, γαρνίρω, στολίζω, διακοσμώ, παρακάνω, κάνω κπ/κτ πιο κομψό, διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ, παραφορτώνω, διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ, στολίζω με πούλιες, διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο, βάζω χάντρες, διακοσμώ κτ με κτ, διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ, διακοσμώ, στολίζω, κρεμάω, κρεμώ, διακοσμώ, διακοσμώ κτ με κουμπιά, βάζω κουμπιά σε κτ, διακοσμώ κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης adornar

διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ruth decora toda la casa durante la temporada festiva.

διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Figuritas y espumillón adornaban el árbol de Navidad.

στολίζω, διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era muy moderna, siempre adornada con la última moda.

στολίζω, καλλωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sospechoso adornó su historia con detalles falsos para engañar al detective.

κοσμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos raros y hermosos tesoros adornan el Museo.
Πολλοί σπάνιοι και όμορφοι θησαυροί κοσμούσαν το μουσείο.

στολίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director adornó la película para que los personajes fueran más atractivos para el público.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας διάνθισε την ιστορία για να κάνει τους χαρακτήρες πιο ελκυστικούς στο κοινό.

διακοσμώ, στολίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¡Adorna las paredes con ramas de acebo!"
«Διακόσμησε (or: στόλισε) τις αίθουσες με κλωνάρια από γκι!»

διακοσμημένος

verbo transitivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a adornar mi nueva mesa con un estarcido.

στολίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσθέτω αξεσουάρ

(con accesorios)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de la niña habían festoneado la sala para su fiesta de cumpleaños.

ομορφαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Margret usó bordados para embellecer las almohadas.

γαρνίρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El chef aderezó el plato.

διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi madre ornamentó nuestra casa con figurines de gatos.

ωραιοποιώ, εξωραΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si su día es aburrido, Blanche embellece los detalles al platicarle a sus amigos lo que pasó.

γαρνίρω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian decoró el filete de bacalao con una ramita de perejil.

στολίζω, διακοσμώ

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La familia decoró el árbol de Navidad con oropel y adornos.

παρακάνω

(ES, figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No intentes venderme la burra, sé que me estás engañando y ese reloj no vale ni la mitad de lo que me pides.

κάνω κπ/κτ πιο κομψό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ

El escenario estaba decorado con banderas y flores.

παραφορτώνω

(με στολίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ

(διακόσμηση)

El broche estaba tachonado con diamantes.

στολίζω με πούλιες

(διακόσμηση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sonia engalanó el nombre de su banda favorita en su mochila.

βάζω χάντρες

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Leah adornó su bolso con cuentas de colores vivos.
Η Λία στόλισε την τσάντα της με χάντρες σε ζωντανά χρώματα.

διακοσμώ κτ με κτ

La modista embelleció el vestido con un bordado complejo.

διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ

A mi madre le gusta adornar la casa con flores.

διακοσμώ, στολίζω

locución verbal (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Engalanamos los rieles del barco con lazos y serpentinas.

κρεμάω, κρεμώ

locución verbal (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adorna el árbol de Navidad con adornos de cristal.
Διακόσμησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις γυάλινες μπάλες.

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En Navidad, Robert siempre decora las fotos con espumillón.

διακοσμώ κτ με κουμπιά, βάζω κουμπιά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμώ κτ με κτ

La nieve decoró los árboles con una capa de nieve.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του adornar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.