Τι σημαίνει το activity στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης activity στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του activity στο Αγγλικά.

Η λέξη activity στο Αγγλικά σημαίνει δραστηριότητα, ζωντάνια, δραστηριότητα, απασχόληση, δραστηριότητα, δραστηριότητα, κινητικότητα, δραστηριότητα, διακοπές με δραστηριότητες, το κέντρο της δράσης, ξαφνική αναστάτωση, μελίσσι, ανθρώπινη δραστηριότητα, εκπαιδευτική δραστηριότητα, ψυχαγωγική δραστηριότητα, υπαίθρια δραστηριότητα, σωματική δραστηριότητα, κοινωνική δραστηριότητα, κοινωνική δραστηριότητα, συνεχής δραστηριότητα, συνεχής προσπάθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης activity

δραστηριότητα

noun (countable (action) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company's illegal activities got it in trouble with the police.
Οι παράνομες δραστηριότητες της εταιρίας, της δημιούργησαν προβλήματα με την αστυνομία.

ζωντάνια

noun (uncountable (liveliness, energy) (ενεργητικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The activity on the playground reflected the children's happy spirits.
Η ζωντάνια στην παιδική χαρά αντικατόπτριζε τη χαρούμενη διάθεση των παιδιών.

δραστηριότητα, απασχόληση

noun (occupation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The principal activity of a book reviewer is reading.
Η βασική δραστηριότητα ενός κριτικού βιβλίων είναι η ανάγνωση.

δραστηριότητα

noun (countable (children's, school)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pre-school had many activities to keep the kids occupied.
Ο παιδικός σταθμός έχει πολλές δραστηριότητες για να απασχολούνται τα παιδιά.

δραστηριότητα, κινητικότητα

noun (uncountable (work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The activity on the shop floor appears disorganized, but the workers are building automobiles efficiently.
Η δραστηριότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής φαίνεται ανοργάνωτη, ωστόσο οι εργάτες κατασκευάζουν αυτοκίνητα με αποτελεσματικότητα.

δραστηριότητα

noun (pastime, hobby)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His favourite activity was playing golf.

διακοπές με δραστηριότητες

noun (vacation with planned activities)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το κέντρο της δράσης

noun (where action takes place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Telegraph Station in Alice Springs became the centre of activity in the area.

ξαφνική αναστάτωση

noun (sudden commotion)

There was a flurry of activity in the office when the boss arrived.

μελίσσι

noun (figurative (place: busy, lively) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every Sunday the church building turned into a hive of activity.

ανθρώπινη δραστηριότητα

noun (anything done by people)

He argued that global warming is caused by human activity.

εκπαιδευτική δραστηριότητα

noun ([sth] done for educational purposes)

The students' visit to the museum was an enjoyable learning activity.

ψυχαγωγική δραστηριότητα

noun ([sth] done for fun or relaxation)

Outdoor leisure activities increase in popularity after a long winter.

υπαίθρια δραστηριότητα

noun ([sth] which is done out of doors)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My favourite outdoor activity is cycling.

σωματική δραστηριότητα

noun ([sth] involving use of the body)

The doctor told my son to do some straining physical activity, like swimming, for instance.

κοινωνική δραστηριότητα

noun ([sth] done in company)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some people enjoy walking in the countryside as a social activity.

κοινωνική δραστηριότητα

noun (interaction with others)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχής δραστηριότητα

noun (prolonged or continued action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεχής προσπάθεια

noun (prolonged physical exertion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του activity στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του activity

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.