Τι σημαίνει το active content στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης active content στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του active content στο Αγγλικά.

Η λέξη active content στο Αγγλικά σημαίνει δραστήριος, δραστήριος, ενεργός, ενεργητικός, ενεργός, λειτουργικός, ενεργός, ανοιχτός, εν ενεργεία, ενεργητική, δραστική ουσία, καθήκον, δραστική ουσία, ενεργός ρόλος, αδρανής, σε ενεργό υπηρεσία, συμμετέχω ενεργά, συμμετέχω ενεργά σε κτ, υπό εξέταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης active content

δραστήριος

adjective (person: busy, dynamic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert is much more active than I am; he can hike 10 miles without getting tired!
Ο Ρόμπερτ είναι πολύ πιο δραστήριος από ό,τι εγώ. Μπορεί να πάει πεζοπορία για 10 μίλια χωρίς να κουραστεί!

δραστήριος

adjective (thing: busy, dynamic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah leads an active life: she works full-time, volunteers at the homeless shelter, and coaches basketball.
Η Σάρα έχει δραστήρια ζωή. Εργάζεται με πλήρες ωράριο, είναι εθελόντρια σε ένα καταφύγιο αστέγων και προπονήτρια καλαθοσφαίρισης.

ενεργός

adjective (taking part)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All active members of the club are required to attend the meeting.
Όλα τα ενεργά μέλη της λέσχης υποχρεούνται να παραστούν στη συνέλευση.

ενεργητικός

adjective (grammar: not passive) (γραμματική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In English-language research papers, it is important to use the active voice for verbs.
Σε ερευνητικές εργασίες στην αγγλική γλώσσα, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η ενεργητική φωνή των ρημάτων.

ενεργός, λειτουργικός

adjective (functioning, operating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The nuclear reactor is no longer active.
Ο πυρηνικός αντιδραστήρας δεν είναι πια ενεργός.

ενεργός

adjective (volcano: not extinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mt. Sakurajima is still active; it often shoots smoke and ash into the sky.
Το ηφαίστειο Σακουρατζίμα είναι ακόμη ενεργό. Συχνά εκπέμπει καπνό και στάχτη στον ουρανό.

ανοιχτός

adjective (in progress) (μτφ: δεν έχει τελειώσει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Before going on holiday, the lawyer briefed his colleague on all his active cases.

εν ενεργεία

adjective (military: on duty)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Both my uncles are soldiers; one is active, the other retired.

ενεργητική

noun (verb form, voice)

"The vase was broken by Jane" becomes "Jane broke the vase" in the active.

δραστική ουσία

noun (chemical agent)

Check the expiration date of your sunscreen to make sure the actives are still good.

καθήκον

(military)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δραστική ουσία

noun (substance giving a drug its effect) (χημεία, φαρμακολογία)

If the active ingredient in a cleanser is toxic, I won't buy it.

ενεργός ρόλος

noun (full participation)

Now I'm taking a more active role in local politics.

αδρανής

adjective (not active, inactive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε ενεργό υπηρεσία

expression (working as a soldier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Max won't be called to serve because he is no longer on active duty.

συμμετέχω ενεργά

verbal expression (be fully involved)

Emily takes an active part in the chess club.

συμμετέχω ενεργά σε κτ

verbal expression (be involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He refused to take an active part in the discussion.

υπό εξέταση

adverb (being deliberated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Thank you for submitting your resume for the job position; your credentials are under active consideration.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του active content στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.