¿Qué significa piel en Griego?
¿Cuál es el significado de la palabra piel en Griego? El artículo explica el significado completo, la pronunciación junto con ejemplos bilingües e instrucciones sobre cómo usar piel en Griego.
La palabra piel en Griego significa δέρμα, φλούδα, δέρμα, δέρμα, ξύσμα, δέρμα, δέρμα, πετσί, τομάρι, γούνα, φλούδα, φλούδα, ένστικτο, nude, νουντ, αφαιρώ την πέτσα, προβιά, δέρμα ελαφιού, μουτόν, δέρμα split, δέρμα σαγρέ, γδέρνω, που είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα, αλλάζω δέρμα, πολύ αδύνατος, υπερβολικά αδύνατος, μελαμψός,μαυριδερός, πετσί και κόκαλο, με ... επιδερμίδα, κοκαλιάρης, μελαχροινός, μελαχρινός, το άσπρο μέρος, χοιρόδερμα, γιδοτόμαρο, περιποίηση δέρματος, ινδιάνος, δέρμα ελαφιού, δέρμα προβάτου, γούνα από κουνέλι, δερματίνη, γούνα τυφλοπόντικα, δέρμα φιδιού, αρκουδοτόμαρο, μαλακός τύπος δέρματος, γούνα ρακούν, ανατριχίλα, δέρμα αλόγου, ζώο που περιοδικά ρίχνει το τρίχωμά του, ζώο που αλλάζει δέρμα, δέρμα φώκιας, τομάρι φώκιας, έγκαυμα, κπ που δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται, γυμνό σώμα, ο διάβολος προσωποποιημένος, γούνα, παλτό με γουνάκι, απομίμηση σουέτ, μυκητίαση, δερμάτινο φλασκί, σκανταλιάρικο παιδί, φλούδα πορτοκαλιού, χρώμα του δέρματος, δερματική ασθένεια, ευθιξία, σκούρο δέρμα, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, ξηροδερμία, υγιές δέρμα, ψητή πατάτα με τη φλούδα, μέθοδος καγκουρό, χλωμό δέρμα, γούνα κουνελιού, καρκίνος του δέρματος, φροντίδα του δέρματος, αλλοίωση, τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας, βλάβη από τον ήλιο, γεροντική κηλίδα, δερματικό μόσχευμα, ανατριχιάζω, μου σηκώνεται η τρίχα, μοχθώ να κάνω κτ, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, προκαλώ αηδία σε κπ, αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου, αδυνατίζω, αλλάζω δέρμα, από δέρμα σαγρέ, γούνινος, μεφίτιδα, πεπόνι, δέρμα γίδας, δέρμα κατσίκας, νούτρια, γούνα από κουνάβι, γούνα καρακούλ, γούνα κάστορα. Para obtener más información, consulte los detalles a continuación.
Significado de la palabra piel
δέρμα
Su piel está roja porque le ha dado mucho el sol. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φροντίζει και ενυδατώνει την επιδερμίδα της για να μην κάνει ρυτίδες. |
φλούδα(φρούτο, λαχανικό) Normalmente, la piel de la manzana es roja o verde. Η φλούδα του μήλου είναι συνήθως κόκκινη ή πράσινη. |
δέρμα
Es una piel de león muy bonita la que tienes en el salón. |
δέρμα
Los asientos del coche estaban hechos de cuero real. Τα καθίσματα του αυτοκινήτου ήταν φτιαγμένα από γνήσιο δέρμα. |
ξύσμα(de limón) Añadir piel de limón o de naranja rallada a los pasteles les da un sabor muy bueno. Η προσθήκη ξύσματος λεμονιού ή πορτοκαλιού στα κέικ μπορεί να τους δώσει υπέροχη γεύση. |
δέρμα(animal) Los indios americanos utilizaban pieles de animales para mantenerse calientes en el invierno. |
δέρμα
La rosada piel de las mejillas de la niña indicaba que gozaba de buena salud. Το ροδαλό δέρμα στα μάγουλα του παιδιού έδειχνε πως είχε καλή υγεία. |
πετσί, τομάρι(δέρμα) La piel de la vaca se venderá como cuero. Η δορά της αγελάδας θα πουληθεί ως δέρμα. |
γούνα
El cazador se quedó con la piel de todas sus presas. |
φλούδα
No puedes comer la cáscara de banana. Υπάρχει μια παλιά προκατάληψη που λέει πως αν ρίξεις ολόκληρη τη φλούδα ενός μήλου πάνω από τον ώμο σου, θα σου δείξει τα αρχικά του ατόμου που θα παντρευτείς. Δε μπορείς να φας τη φλούδα της μπανάνας. |
φλούδα(fruta) (φρούτο) Por favor no pongan cáscaras de naranja en el compost. Σε παρακαλώ μη βάζεις φλούδες πορτοκαλιού στο κομπόστ. |
ένστικτο
|
nude, νουντ(color) Kate compró unos zapatos color carne en el centro comercial. |
αφαιρώ την πέτσα(κρέας) El cazador despellejó el conejo que había cazado ese día. |
προβιά
El mercader vendía mercancías tales como badanas, piel de vaca y otros artículos de piel. |
δέρμα ελαφιού
|
μουτόν(voz francesa) |
δέρμα split
|
δέρμα σαγρέ
|
γδέρνω(αφαιρώ δέρμα) El primer paso a seguir de la receta es despellejar el pescado. |
που είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα(μεταφορικά) La vieja pizza vieja estaba cubierta de moho. Η παλιά πίτσα ήταν σαν να έβγαλε τρίχωμα από μούχλα. |
αλλάζω δέρμα(de piel) La serpiente está a punto de mudar de piel. |
πολύ αδύνατος, υπερβολικά αδύνατος
Los prisioneros estaban escuálidos y sufrían graves problemas de salud. |
μελαμψός,μαυριδερός
¡Los lugareños de piel oscura nos hacían ver a todos como fantasmas! |
πετσί και κόκαλο(coloquial) (μεταφορικά) |
με ... επιδερμίδα
Η Τζο είναι ξανθιά με ανοιχτή επιδερμίδα. |
κοκαλιάρης
|
μελαχροινός
Anita es una chica de piel morena. |
μελαχρινός
|
το άσπρο μέρος(coloquial) (κάτω από τη φλούδα) Asegúrate de quitar la piel blanca antes de exprimir la naranja. |
χοιρόδερμα
¿Me compro una chaqueta de piel de cerdo o de piel de vaca? |
γιδοτόμαρο
Algunas personas se niegan a comprar artículos hechos de cuero o piel de cabra. |
περιποίηση δέρματος
A muchos hombres no les preocupa el cuidado de la piel. |
ινδιάνος(peyorativo) |
δέρμα ελαφιού
|
δέρμα προβάτου
|
γούνα από κουνέλι
|
δερματίνη
|
γούνα τυφλοπόντικα
|
δέρμα φιδιού
|
αρκουδοτόμαρο
|
μαλακός τύπος δέρματος
|
γούνα ρακούν
|
ανατριχίλα(figurado) |
δέρμα αλόγου
|
ζώο που περιοδικά ρίχνει το τρίχωμά του, ζώο που αλλάζει δέρμα
Este tipo de pájaro es un animal que muda la piel así que deberás limpiarlo y mantenerlo limpiarlo. |
δέρμα φώκιας, τομάρι φώκιας
|
έγκαυμα(por exposición excesiva al viento) (από ριπή ανέμου) |
κπ που δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται
No le creas sus dulces palabras; es un lobo con piel de cordero. Αφού έκλεψε από την εταιρεία καταλάβαμε ότι ο Τζο δεν ήταν τόσο αθώος όσο φαινόταν. |
γυμνό σώμα
Es peligroso que tu piel desnuda roce otra piel sin esterilizar. ("Pastillas para no soñar", Joaquín Sabina) |
ο διάβολος προσωποποιημένος(figurado) (μεταφορικά) Mucha gente considera que Hitler es el mismo Diablo. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως ο Χίτλερ ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος. |
γούνα
Mucha gente piensa que el abrigo de piel es algo arcaico, cruel y de todo menos glamuroso. |
παλτό με γουνάκι
|
απομίμηση σουέτ
Las sillas de imitación gamuza son más fáciles de limpiar, pero no lucen tanto como las de gamuza genuina. |
μυκητίαση(coloquial) (αργκό, στρατιωτικό) |
δερμάτινο φλασκί
|
σκανταλιάρικο παιδί(coloquial) (καθομιλουμένη) Sí, parece muy inocente y angelical pero tenelo bien cortito porque es la piel de Judas. |
φλούδα πορτοκαλιού
Por diversión, algunas personas se ponen cáscara de naranja entre los dientes y los labios, y cuando sonríen muestran la cáscara de naranja. |
χρώμα του δέρματος
Los tonos de piel más comunes son el blanco y el negro. |
δερματική ασθένεια
El melanoma es una grave enfermedad de la piel. |
ευθιξία
|
σκούρο δέρμα
No sé si es de raza negra, pero sí tiene la piel oscura. |
ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα
Tenía que usar protector solar porque su tez clara se quemaba fácilmente. Έπρεπε να βάζει αντηλιακό, επειδή η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της καιγόταν εύκολα. Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα είναι επιρρεπής σε φακίδες και ηλιακά εγκαύματα. |
ξηροδερμία
A quienes tienen piel seca, se les recomienda humectarla frecuentemente con cremas. |
υγιές δέρμα
|
ψητή πατάτα με τη φλούδα(AmL) Puedes poner muchas cosas dentro a una papa asada, pero yo recomiendo queso y hongos. |
μέθοδος καγκουρό
|
χλωμό δέρμα
En la era victoriana, era popular tener la piel pálida. |
γούνα κουνελιού
|
καρκίνος του δέρματος
Las exposiciones prolongadas al sol sin protección adecuada podrían favorecer el desarrollo de cáncer de piel. |
φροντίδα του δέρματος
Tengo varias cremas para el cuidado de la piel. |
αλλοίωση
Las lesiones de la piel características en la psoriasis son eritematoescamosas. |
τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας
|
βλάβη από τον ήλιο(στο δέρμα) |
γεροντική κηλίδα(στο δέρμα) |
δερματικό μόσχευμα
|
ανατριχιάζω
Ο αέρας είναι τόσο κρύος που αρχίζω να νιώθω ανατριχίλα. |
μου σηκώνεται η τρίχα(μεταφορικά) Sólo pensar en pasar la noche solo en esa casa me pone los pelos de punta. |
μοχθώ να κάνω κτ(coloquial) |
ξεκωλώνομαι στη δουλειά(PR) (αργκό, χυδαίο) |
προκαλώ αηδία σε κπ
|
αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου(tiempo) (μεταφορικά) |
αδυνατίζω(coloquial) |
αλλάζω δέρμα
|
από δέρμα σαγρέ
|
γούνινος
|
μεφίτιδα
Tom tiene un sombrero de piel de mofeta. Ο Τομ έχει ένα καπέλο από μεφίτιδα. |
πεπόνι
Para el postre, disfrutamos de trozos de melón chino. |
δέρμα γίδας, δέρμα κατσίκας
El recipiente de agua está hecho de cuero de cabra. |
νούτρια
|
γούνα από κουνάβι
|
γούνα καρακούλ
|
γούνα κάστορα
Los peleteros del actual norte de Estados Unidos a menudo intercambiaban pieles de castor por mercancías. |
Aprendamos Griego
Entonces, ahora que sabe más sobre el significado de piel en Griego, puede aprender cómo usarlos a través de ejemplos seleccionados y cómo leerlos. Y recuerda aprender las palabras relacionadas que te sugerimos. Nuestro sitio web se actualiza constantemente con nuevas palabras y nuevos ejemplos para que pueda buscar los significados de otras palabras que no conoce en Griego.
Palabras actualizadas de Griego
¿Conoces Griego?
El griego es una lengua indoeuropea, hablada en Grecia, el oeste y el noreste de Asia Menor, el sur de Italia, Albania y Chipre. Tiene la historia registrada más larga de todos los idiomas vivos, que abarca 34 siglos. El alfabeto griego es el principal sistema de escritura para escribir griego. El griego ocupa un lugar importante en la historia del mundo occidental y del cristianismo; La literatura griega antigua ha tenido obras extremadamente importantes e influyentes en la literatura occidental, como la Ilíada y la Odýsseia. El griego es también el idioma en el que muchos textos son fundamentales en la ciencia, especialmente la astronomía, las matemáticas y la lógica, y la filosofía occidental, como los de Aristóteles. El Nuevo Testamento en la Biblia fue escrito en griego. Este idioma lo hablan más de 13 millones de personas en Grecia, Chipre, Italia, Albania y Turquía.