¿Qué significa no en Griego?

¿Cuál es el significado de la palabra no en Griego? El artículo explica el significado completo, la pronunciación junto con ejemplos bilingües e instrucciones sobre cómo usar no en Griego.

La palabra no en Griego significa όχι, δεν, δε, νομπέλιο, όχι, δεν, δε, όχι, δεν, δε, δεν, πώς το θες;, όχι, ΒΔ, κανένας, όχι, μη, μην, μη, δεν, δεν, όχι, όχι, όχι, αρνητικά, όχι, Θεέ μου!, απο-, -, όντως, πράγματι, σωστά, αμελώ, παραλείπω, δεν έχω, όχι, δεν, δε, χωρίς, όχι κύριε, δεν είναι;, ασαφής, αφύσικος, περιττός, σπάνιος, αβέβαιος, ανεπιθύμητος, αντισυμβατικός, αφανής, δυσδιάκριτος, ανάξιος, ασυνήθιστος, ανορθόδοξος, απληροφόρητος, ανενημέρωτος, αδιάφορος, που δεν τον αναγνωρίζουν, άδηλος, άρρητος, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, αναποφάσιστος, επιφυλακτικός, απαρατήρητος, απτόητος, μη πόσιμος, που δεν εισακούγεται, που αγνοείται, ανείπωτος, άγραφος, αναλλοίωτος, άδικος, απαρατήρητος, αφανής, απραγματοποίητος, ανεφάρμοστος, ακοινοποίητος, συμπτωματικός, ανεφάρμοστος, επουσιώδης, μη ακαδημαϊκός, μη καταστροφικός, μη διάκριση, επουσιώδης, μη ιθαγενής, ανείσπρακτος, ατελής, ανολοκλήρωτος, ντεμοντέ, ανεπιθύμητος, δεν εντυπωσιάζει, απόρρητος, αυτοσχεδιασμός, ερασιτεχνικός, σπουδαιοφανής, αδέσμευτος, μη βασικός, έννομος, νόμιμος, μη αποσπώμενος, μη αφαιρούμενος, που δεν ξεθωριάζει, πραγματικός, αληθινός, ακίνδυνος, καλοήθης, αδιαπραγμάτευτος, υποκειμενικός, προαιρετικός, άφθαρτος, αδιαφανής, που δεν ανήκει σε κανέναν, ασυγύριστος, ακατάστατος, διαυγής, αγόγγυστος, ακαλλιέργητος, μη βρώσιμος, που δεν λογοκρίθηκε, ανθυγιεινός, αφώτιστος. Para obtener más información, consulte los detalles a continuación.

Escucha la pronunciación

Significado de la palabra no

όχι

No, ya no quiero más café. Gracias.
Όχι, δε θέλω άλλον καφέ, ευχαριστώ.

δεν, δε

Esta manzana no es verde, es roja. "¿Ya llegó el jefe?" "Todavía no".
«Έχει έρθει το αφεντικό;» «Όχι, ακόμα.»

νομπέλιο

(nobelio, elemento de la tabla periódica) (χημεία)

όχι

No, no estoy de acuerdo para nada con eso.
Όχι, δε συμφωνώ καθόλου με αυτό.

δεν, δε

Yo no soy culpable.
Δεν είμαι ένοχος.

όχι

No, yo no dejé barro en el piso.
Όχι, δεν λάσπωσα το πάτωμα.

δεν, δε

No quiero azúcar, gracias.
Δεν θέλω ζάχαρη, ευχαριστώ.

δεν

No se está negando la verdad.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την αλήθεια.

πώς το θες;

(καθομιλουμένη, ειρωνικό)

Sí, ella es inteligente. ¡No!
Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε!

όχι

Su respuesta fue un no definitivo.
Η απάντησή τους ήταν ένα απόλυτο όχι.

ΒΔ

(voz inglesa)

κανένας

No tenemos ninguna habitación disponible.
Δεν υπάρχουν καθόλου διαθέσιμα δωμάτια.

όχι

Con más votos en contra, el proyecto de ley es rechazado.

μη

Por ejemplo: no tóxico

μην, μη

No me interrumpas cuando hablo, por favor.
Μη με διακόπτεις όταν μιλάω σε παρακαλώ.

δεν

(contracción de does not)

No vive en esta dirección durante el invierno.
Δεν μένει σ' αυτή τη διεύθυνση τον χειμώνα.

δεν

Sam no supo como contestar a una pregunta tan capciosa.
Ο Σαμ δεν πώς να απαντήσει σε μια τόσο δύσκολη ερώτηση.

όχι

όχι

όχι

αρνητικά

όχι

No sirve de nada quejarte si no vas a hacer nada.

Θεέ μου!

(καθομιλουμένη)

¡Ay, no! ¿Es en serio?
Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά;

απο-

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

A mi hermano mayor no le gusta cuando me burlo de su edad.
Δεν αρέσει στον μεγάλο μου αδερφό να τον πειράζω για την ηλικία του.

όντως, πράγματι

Era grande, no, gigante.

σωστά

(en interrogación)

Eres la madre del chico, ¿no?
Είσαι η μητέρα του παιδιού, ε;

αμελώ, παραλείπω

(κάτι, να κάνω κάτι)

Las indicaciones no mencionaron que la calle estaba cerrada.
Αμέλησαν (or: παρέλειψαν) να αναφέρουν στις οδηγίες ότι ο δρόμος ήταν κλειστός.

δεν έχω

¡Yo no tengo dinero!
Δεν έχω καθόλου χρήματα.

όχι

δεν, δε

Karen no se merece ese ascenso.

χωρίς

Ella ya no recibe ayuda gubernamental.

όχι κύριε

No, señor: no voy a pulirle los zapatos.

δεν είναι;

(για επιβεβαίωση)

Este libro es tuyo, ¿no?

ασαφής

En general el ensayo es bueno, pero esta sección es confusa, ¿podrías reescribirla para que el significado sea más evidente?

αφύσικος

Es antinatural que una madre abandone a sus hijos.

περιττός

La habitación tenía ropa de cama extra pero era innecesaria.
Το δωμάτιο είχε επιπλέον κλινοσκεπάσματα, αλλά ήταν περιττά.

σπάνιος

Es raro encontrar osos en esta parte del parque.

αβέβαιος

Está inseguro respecto de si podrá o no venir con nosotros.

ανεπιθύμητος

La gente a veces deja muebles indeseados en las puertas de sus casas.
Μερικές φορές οι κάτοικοι της περιοχής αφήνουν ανεπιθύμητα αντικείμενα έξω από το σπίτι τους.

αντισυμβατικός

Su argumento para casarse tan temprano es inusual.

αφανής, δυσδιάκριτος

Por suerte, la mancha en el mantel pasaba inadvertida.

ανάξιος

Me he sentido indigno toda mi vida.
Όλη μου τη ζωή ένιωθα ανάξιος.

ασυνήθιστος, ανορθόδοξος

El humor diferente del comediante no encajaba con el público.

απληροφόρητος, ανενημέρωτος

αδιάφορος

που δεν τον αναγνωρίζουν

El actor famoso se puso unos anteojos negros y salió irreconocible.

άδηλος, άρρητος

(λόγιος)

που δεν πληροί τις προϋποθέσεις

La compra es inelegible para recibir el descuento.

αναποφάσιστος, επιφυλακτικός

Le pedí un aumento a mi jefe, pero me dio una respuesta evasiva.

απαρατήρητος

απτόητος

μη πόσιμος

που δεν εισακούγεται, που αγνοείται

ανείπωτος

άγραφος

αναλλοίωτος

El vinagre es imperecedero, lo puedes utilizar por siempre.

άδικος

απαρατήρητος, αφανής

απραγματοποίητος, ανεφάρμοστος

ακοινοποίητος

συμπτωματικός

ανεφάρμοστος

επουσιώδης

μη ακαδημαϊκός

(actividad)

μη καταστροφικός

μη διάκριση

επουσιώδης

μη ιθαγενής

(nacionalidad)

ανείσπρακτος

(χρήματα)

ατελής, ανολοκλήρωτος

ντεμοντέ

(ES, coloquial)

ανεπιθύμητος

δεν εντυπωσιάζει

απόρρητος

(MX, AR) (τηλέφωνο)

αυτοσχεδιασμός

ερασιτεχνικός

σπουδαιοφανής

(αποδοκιμασίας)

αδέσμευτος

(πολιτική: ουδέτερος)

μη βασικός

έννομος, νόμιμος

μη αποσπώμενος, μη αφαιρούμενος

που δεν ξεθωριάζει

(color)

πραγματικός, αληθινός

ακίνδυνος

καλοήθης

(επίσημο: ιατρική, όγκος)

αδιαπραγμάτευτος

υποκειμενικός

προαιρετικός

άφθαρτος

Los alimentos imperecederos incluyen latas, pasta, café, té y azúcar.

αδιαφανής

που δεν ανήκει σε κανέναν

ασυγύριστος, ακατάστατος

διαυγής

(claro) (υγρό)

αγόγγυστος

(estoico) (υπομονετικός)

ακαλλιέργητος

(εκπαίδευση)

μη βρώσιμος

(ακατάλληλος για φάγωμα)

που δεν λογοκρίθηκε

ανθυγιεινός

(perjudicial para la salud)

αφώτιστος

(δεν φωτίζεται, πχ χώρος)

Aprendamos Griego

Entonces, ahora que sabe más sobre el significado de no en Griego, puede aprender cómo usarlos a través de ejemplos seleccionados y cómo leerlos. Y recuerda aprender las palabras relacionadas que te sugerimos. Nuestro sitio web se actualiza constantemente con nuevas palabras y nuevos ejemplos para que pueda buscar los significados de otras palabras que no conoce en Griego.

¿Conoces Griego?

El griego es una lengua indoeuropea, hablada en Grecia, el oeste y el noreste de Asia Menor, el sur de Italia, Albania y Chipre. Tiene la historia registrada más larga de todos los idiomas vivos, que abarca 34 siglos. El alfabeto griego es el principal sistema de escritura para escribir griego. El griego ocupa un lugar importante en la historia del mundo occidental y del cristianismo; La literatura griega antigua ha tenido obras extremadamente importantes e influyentes en la literatura occidental, como la Ilíada y la Odýsseia. El griego es también el idioma en el que muchos textos son fundamentales en la ciencia, especialmente la astronomía, las matemáticas y la lógica, y la filosofía occidental, como los de Aristóteles. El Nuevo Testamento en la Biblia fue escrito en griego. Este idioma lo hablan más de 13 millones de personas en Grecia, Chipre, Italia, Albania y Turquía.