¿Qué significa el en Griego?
¿Cuál es el significado de la palabra el en Griego? El artículo explica el significado completo, la pronunciación junto con ejemplos bilingües e instrucciones sobre cómo usar el en Griego.
La palabra el en Griego significa ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, αυτός, αυτόν, -, -, -, δικός της, του, μου, τους, μας, όποιος, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, κυβερνών, ο ελάχιστος, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, ηλιόλουστος, μη ενεργός, κατώτατος, διάνα, διαθέσιμος, φιλικός προς το περιβάλλον, με πεσμένο ηθικό, που είναι ψηλά, τελικά, ψηλά, ολόψυχα, στο ίδιο, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, τα παλιά τα χρόνια, στο παρελθόν, στην εξοχή, εξωτερικά, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, διαλέγω, ΦΠΑ, μετά θάνατον ζωή, σατανάς, διάολος, πιάσιμο, ψωμιέρα, αντιοφικός ορός, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, αρχή και τέλος, η φωνή του καθήκοντος, μπριγιαντίνη, παγωνιέρα, φόρος χαρτοσήμου, διασώστης, όλο το πακέτο, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, ΤΔΝ, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, ΕΚΑΧ, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, προτιμώμενος από κπ, τον εαυτό του, παρόμοιος, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, καταπίνω τα λόγια μου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, περνώ το κατώφλι, πηδιέμαι, μοιάζω με, το υπομένω, το υφίσταμαι, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, παίρνω διαζύγιο, δίνω, παρέχω, προσφέρω, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, το χωνεύω, αναλαμβάνω, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, σώζω την παρτίδα, έχω οργασμό, εγκρίνω, αποσυντονίζω, προσποιούμαι, σέρνομαι, γλιστράω, περπατάω, προχωράω, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, ξεθωριάζω, ξεβάφω, το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ, είμαι αργόσχολος, επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο, αποσυμπλέκω, μυρίζω, χαλαρώνω, απομακρύνομαι, φεύγω. Para obtener más información, consulte los detalles a continuación.
Significado de la palabra el
ο, η, το(masculino singular) El niño fue a dar un paseo. Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
ο, η, το(masculino singular) New: El Vaticano es el país más pequeño del mundo. Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας. |
ο, η, το(masculino singular) El sol es muy brillante. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε. |
ο, η, το(masculino singular) El reportero le hizo una pregunta al presidente. Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο. |
ο, η, το(masculino singular) Ese fue el examen más fácil. Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ. |
ο, η, το(masculino singular) ¿Tiene futuro en la sociedad el periódico? Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας; |
ο, η, το(masculino singular) El Tajo de Ronda es conocido por su belleza. Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν. |
ο, η, το(masculino singular) Este pantalón va por debajo de el ombligo. |
ο, η, το(masculino singular) Cuando tenga el dinero te compraré un diamante. |
ο ιδανικός, ο καλύτερος(enfático, masculino singular) Angelina es el lugar si quieres tomarte un chocolate en París. Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι. |
αυτός(άντρας) Es rico. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτός είναι ένας καλός μου φίλος. |
αυτόν
¿Él? ¿Ése es el hombre? |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) El adolescente promedio no muestra interés en la bolsa de valores. Ο μέσος έφηβος δεν ενδιαφέρεται για το χρηματηστήριο. |
-(con días) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) Siempre salgo a trotar los domingos. Vamos al cine el martes. ¿Estás libre el 6 de junio? Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) No me gusta el jersey azul. Prefiero ese rojo. Δεν μου αρέσει το μπλε πουλόβερ. Προτιμώ το κόκκινο. |
δικός της(antes de sustantivo) (κτητική) Este es su libro, no el mío. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου. |
του(antes de sustantivo) Me gusta su sombrero nuevo. Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο. |
μου(antes del sustantivo) ¿Has visto mis llaves? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο. |
τους(antes de sustantivo) Es su perro. Είναι ο σκύλος τους. |
μας
A nuestro trabajo le falta mucho. Η δική μας δουλειά δεν έχει τελειώσει ούτε κατά προσέγγιση. |
όποιος
Quien ríe el último ríe mejor. Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος. |
συγκλονισμένος, συντετριμμένος(μεταφορικά) Volvió a casa afligido después de perder la competencia. |
κυβερνών(en el poder) El partido gobernante está en contra de esa política. |
ο ελάχιστος
Algunos insectos son tan pequeños que se vuelan ante la menor brisa. Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που παρασύρονται από το ελάχιστο αεράκι. |
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
Es desgarrador ver cómo algunos padres descuidan a sus hijos. |
σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος(μεταφορικά) La escena final de la película fue desgarradora, y muchas personas de la audiencia lloraron. |
ηλιόλουστος
|
μη ενεργός(επαγγελματικά) |
κατώτατος
|
διάνα(προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ) Sus predicciones generalmente son acertadas. Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου! |
διαθέσιμος
Ya no quiero esta bolsa de papas fritas: está disponible si alguien la quiere. |
φιλικός προς το περιβάλλον
Utilizar botellas descartables no es ecológico. Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον. |
με πεσμένο ηθικό
|
που είναι ψηλά(ήλιος, φεγγάρι) |
τελικά
Finalmente decidió comprar el coche verde. Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο. |
ψηλά
El niño sostuvo la cometa arriba y corrió hasta que este remontó. |
ολόψυχα
Estoy totalmente de acuerdo con Susan. |
στο ίδιο
|
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα
Actualmente hay muchas aves migratorias aquí. |
τα παλιά τα χρόνια
Antiguamente, los niños de 7 años debían trabajar en las fábricas. |
στο παρελθόν
Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos. Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά. |
στην εξοχή
|
εξωτερικά
|
ξεκαρδίζομαι στα γέλια(voz inglesa, informal) |
διαλέγω
|
ΦΠΑ(acrónimo) |
μετά θάνατον ζωή
|
σατανάς, διάολος
La secta que adora a Satanás realiza extraños rituales. |
πιάσιμο
Tuve tortícolis todo el día porque dormí en una posición rara. |
ψωμιέρα
|
αντιοφικός ορός(αντίδοτο) |
ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης
|
αρχή και τέλος
Eso es todo, no voy a seguir discutiendo. |
η φωνή του καθήκοντος
Las sirenas aullaron cuando los bomberos respondieron a sus obligaciones. |
μπριγιαντίνη
Jared se llenó el pelo de brillantina. |
παγωνιέρα
El camarero trajo el vino blanco en una hielera. |
φόρος χαρτοσήμου(impuesto) El juez condonó la multa, pero aun así tuve que pagar el sellado. |
διασώστης(ασθενοφόρου) El paramédico me tomó el pulso. |
όλο το πακέτο(καθομιλουμένη) No iba a comer nada más por el resto del día así que fui por todo: salchichas, panceta, huevos fritos, champiñones, y tomates. |
Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας
|
ΤΔΝ(αρκτικόλεξο: Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών) |
νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος
Demandaron a la compañía bajo la RICO. |
ΕΚΑΧ(Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα) |
Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων(sigla en inglés) |
προτιμώμενος από κπ
|
τον εαυτό του
Se bañó en la tina. |
παρόμοιος
|
ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη
Siempre se ayudan mutuamente cuando las cosas se ponen difíciles. Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. |
καταπίνω τα λόγια μου(μεταφορικά) Cuando el álbum de Jessie se convirtió en un éxito, sus críticos se vieron obligados a humillarse. |
παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού
Chris quedó paralítico después de desnucarse en un accidente de moto. |
περνώ το κατώφλι(κυριολεκτικά) Entré en nuestra nueva casa. |
πηδιέμαι(coloquial) (αργκό) Él quería hacerlo pero ella le dijo que no. |
μοιάζω με
¡Pareces una mujer enamorada! |
το υπομένω, το υφίσταμαι
No te preocupes. Son tiempos difíciles por la recesión, pero lo superarás. |
ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου
No me despeines, ¡recién vengo de la peluquería! |
παίρνω διαζύγιο
Janine se cansó de las aventuras de su marido y quiere divorciarse. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βαρέθηκα τις περιπέτειες του άντρα μου με άλλες γυναίκες, θέλω να πάρω διαζύγιο. |
δίνω, παρέχω, προσφέρω(χρήματα για κτ) Mis padres me financiaron los estudios en el extranjero. |
βάζω στην φυλακή, φυλακίζω
|
αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω(μεταφορικά) Puso una pista falsa para despistar al detective. |
το χωνεύω(μεταφορικά, αργκό) ¡Sé que no quieres sentarte junto a ella, pero tendrás que aguantarte y tratar de hacer conversación! |
αναλαμβάνω
Yo me ocupo mientras te tomas tu recreo. New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό. |
εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ
Aprovechamos al máximo nuestras vacaciones al apagar los celulares y la computadora. |
σώζω την παρτίδα(μτφ: δίνω λύση) ¿Hiciste todo el trabajo por mí? ¡Me salvaste! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του. |
έχω οργασμό(jerga, tener un orgasmo, Esp) |
εγκρίνω
|
αποσυντονίζω
|
προσποιούμαι(figurado) El futbolista se cayó agarrándose la pierna, pero el árbitro se dio cuenta de que estaba actuando y no estaba realmente lastimado. |
σέρνομαι, γλιστράω(φίδι) Una serpiente culebreó por al lado mío y casi me muero del susto. ΄Ενα φίδι σύρθηκε δίπλα μου και με κοψοχόλιασε. |
περπατάω, προχωράω(μέσα στο νερό) Su madre le advirtió que no vadeara muy adentro para evitar que la marea la pudiera arrastrar. Η μητέρα της της είπε να μην περπατήσει (or: προχωρήσει) πολύ μακριά για να μην την παρασύρει η παλίρροια. |
τριγυρίζω, περιφέρομαι
A aquellos que estén holgazaneando enfrente de la tienda, se les pedirá que se retiren inmediatamente. |
περπατάω αργά, πηγαίνω αργά
Victor casi siempre llega tarde porque se entretiene con cualquier cosa. |
ξεθωριάζω, ξεβάφω(καθομιλουμένη) La tela se decoloró por dejarla a la luz del sol durante semanas. |
το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω(coloquial) (ανεπίσημο) Los ladrones dejaron caer el botín y se piraron. |
θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ
|
είμαι αργόσχολος
|
επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο(en un tren) |
αποσυμπλέκω
|
μυρίζω
|
χαλαρώνω
|
απομακρύνομαι, φεύγω
Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse. Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο. |
Aprendamos Griego
Entonces, ahora que sabe más sobre el significado de el en Griego, puede aprender cómo usarlos a través de ejemplos seleccionados y cómo leerlos. Y recuerda aprender las palabras relacionadas que te sugerimos. Nuestro sitio web se actualiza constantemente con nuevas palabras y nuevos ejemplos para que pueda buscar los significados de otras palabras que no conoce en Griego.
Palabras actualizadas de Griego
¿Conoces Griego?
El griego es una lengua indoeuropea, hablada en Grecia, el oeste y el noreste de Asia Menor, el sur de Italia, Albania y Chipre. Tiene la historia registrada más larga de todos los idiomas vivos, que abarca 34 siglos. El alfabeto griego es el principal sistema de escritura para escribir griego. El griego ocupa un lugar importante en la historia del mundo occidental y del cristianismo; La literatura griega antigua ha tenido obras extremadamente importantes e influyentes en la literatura occidental, como la Ilíada y la Odýsseia. El griego es también el idioma en el que muchos textos son fundamentales en la ciencia, especialmente la astronomía, las matemáticas y la lógica, y la filosofía occidental, como los de Aristóteles. El Nuevo Testamento en la Biblia fue escrito en griego. Este idioma lo hablan más de 13 millones de personas en Grecia, Chipre, Italia, Albania y Turquía.