Τι σημαίνει το understand thoroughly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης understand thoroughly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του understand thoroughly στο Αγγλικά.

Η λέξη understand thoroughly στο Αγγλικά σημαίνει καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, ακατανόητος, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης understand thoroughly

καταλαβαίνω

transitive verb (comprehend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you understand what I'm saying?
Αντιλαμβάνεσαι τι λέω;

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ

transitive verb (grasp the concept of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She doesn't understand algebra.
Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα.

καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (interpret)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She can't understand the instructions.
Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες.

κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω

transitive verb (be conversant with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't fully understand the traffic laws, so I can't advise you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν σκαμπάζω τίποτα από μαγειρική, μη ρωτάς τη γνώμη μου!

αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω

transitive verb (be given the impression that) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand that the situation is grave.
Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή.

πιστεύω, θεωρώ

transitive verb (believe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand them to be very nice people.
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι.

θεωρώ

transitive verb (assume to be agreed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We understand the contract to be valid.
Θεωρούμε ότι το συμβόλαιο είναι έγκυρο.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbal expression (infer) (ότι/πως κπ κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When my husband says the food I've cooked is "interesting," I understand him to mean he doesn't like it. I understood John to be in Fiji, but I had it completely wrong; he was in Venezuela.
Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει.

καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (accept with tolerance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although I don't agree with him, I understand his point of view.

καταλαβαίνω, συμπεραίνω

transitive verb (limit of knowledge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand that you hate her. Is this true?

εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός

adjective (quickly grasped)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Use diagrams to display large amounts of information in ways that are easy to understand.

ακατανόητος

adjective (not reasonable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His motives are hard to understand.

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

transitive verb and reflexive pronoun (have an agreement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We really understand one another; sometimes we don't even need to speak.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του understand thoroughly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του understand thoroughly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.