Τι σημαίνει το spared στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spared στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spared στο Αγγλικά.

Η λέξη spared στο Αγγλικά σημαίνει εφεδρικός, εφεδρικός, απλός, λιτός, απέρριτος, ανταλλακτικό, σπερ, ρεζέρβα, κάνω οικονομία, μου περισσεύει, διαθέτω, φυλάω, χαρίζω τη ζωή, μπορώ χωρίς κπ, κάνω χωρίς κπ, απαλλάσσω κπ από κτ, χοιρινά παϊδάκια, περισσεύει χώρος, διαθέσιμα ανταλλακτικά, κάνω τα πάντα, κάνω ότι μπορώ, ανταλλακτικό, παϊδάκι, ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας, ελεύθερος χρόνος, ρεζέρβα, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, ελεύθερος χρόνος, χρόνος που μου έμεινε, για να ξοδέψω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spared

εφεδρικός

adjective (extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need a spare tyre for the tractor. Do you have a spare pen?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάρε μαζί σου μια επιπλέον μπαταρία για το κινητό.

εφεδρικός

adjective (replacement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If the handle breaks, use the spare shovel.
Αν σπάσει το χερούλι, χρησιμοποίησε το εφεδρικό φτυάρι.

απλός, λιτός, απέρριτος

adjective (frugal, simple)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The interior decor is very spare, even minimalist.
Η εσωτερική διακόσμηση είναι λιτή και απέρριτη, ως και μινιμαλιστική.

ανταλλακτικό

noun (replacement part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This machine holds spares for many parts.
Το μηχάνημα έχει ανταλλακτικά για πολλά εξαρτήματα.

σπερ

noun (bowling: half-strike)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kim is skilled at getting spares.
Η Κιμ έχει μεγάλη επιδεξιότητα στο να κάνει σπερ.

ρεζέρβα

noun (informal (extra tyre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every car is required to carry a spare.
Κάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ρεζέρβα.

κάνω οικονομία

transitive verb (use frugally) (μεταφορικά: σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't spare the olive oil. It has such a nice flavour.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν πρόκειται για τη μόρφωση των παιδιών μου δεν φείδομαι χρημάτων.

μου περισσεύει

transitive verb (afford to give)

Can you spare a little sugar?
Σου περισσεύει λίγη ζάχαρη;

διαθέτω

transitive verb (afford to give: [sb] [sth]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you spare me five minutes of your time?
Μπορείς να μου διαθέσεις πέντε λεπτά από τον χρόνο σου;

φυλάω

transitive verb (conserve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try to spare your money, or you will be totally broke by Friday.

χαρίζω τη ζωή

transitive verb (not kill)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The chief spared his captives, because he admired their bravery in battle.

μπορώ χωρίς κπ, κάνω χωρίς κπ

transitive verb (informal (do without: [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you spare Emma for a few hours?
Να σου πάρω την Έμμα για λίγες ώρες;

απαλλάσσω κπ από κτ

transitive verb (not impose)

Spare me your insincere flattery. I know you don't mean it.

χοιρινά παϊδάκια

plural noun (meat and bones of pig's ribs)

Pork ribs, also called spare ribs, are often barbecued or grilled.

περισσεύει χώρος

noun (plenty of space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It'll all fit in my suitcase with room to spare.
Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος.

διαθέσιμα ανταλλακτικά

noun (extra parts)

κάνω τα πάντα, κάνω ότι μπορώ

verbal expression (do all you can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please spare no effort to find my sister's killer.

ανταλλακτικό

noun (often plural (replacement component)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a spare part for my bike?
Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου;

παϊδάκι

noun (usually plural (cut of meat) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας

noun (guest bedroom)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party guests put their coats in the spare room.

ελεύθερος χρόνος

noun (leisure hours)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I practise the piano in my spare time.
Στον ελεύθερο χρόνο μου εξασκούμαι στο πιάνο.

ρεζέρβα

noun (US (extra wheel cover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I keep a spare tire in the trunk of my car [US]. I keep a spare tyre in the boot of my car [UK].
Έχω μια ρεζέρβα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου.

μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα

noun (US, figurative, slang (fat stomach) (ΗΠΑ, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've got to watch what I eat: I need to lose this spare tire.

ελεύθερος χρόνος

expression (free time)

χρόνος που μου έμεινε

expression (time left over from ending early)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

για να ξοδέψω

adverb (remaining, left over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spared στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.