Τι σημαίνει το keep firmly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης keep firmly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του keep firmly στο Αγγλικά.

Η λέξη keep firmly στο Αγγλικά σημαίνει φυλάω, κρατάω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, διατηρώ, έχω, κρατάω, έχω, κρατάω, κρατάω, διατηρώ, κρατάω, συνεχίζω, κάστρο, φροντίδα, συντήρηση, έξοδα, συνεχίζω, εξακολουθώ, διατηρούμαι, αντέχω, μένω δεξιά, μένω αριστερά, συντηρώ, φιλοξενώ, στεγάζω, συνεχίζω, κρατάω, τηρώ, κρατάω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, ξεπερνώ, προλαβαίνω, επιμένω, κρατάω μακριά, κρατάω πίσω, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, περιορίζω, δεν κάνω εμετό κτ, κρύβω, συγκρατώ, κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, απέχω, εμμένω, επιμένω, δεν μπαίνω, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, ελέγχω, στενή παρακολούθηση, πλεονεκτώ, κρατάω χαμηλό προφίλ, κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, μένω σοβαρός, είμαι ενημερωμένος για κτ, κρατάω λογιστικά βιβλία, μένω στη επιφάνεια, τα φέρνω βόλτα, προηγούμαι, διατηρώ ζωντανό, έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ, έχω το νου μου για, είμαι ανοιχτόμυαλος, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, κρατάω κπ ξύπνιο, μένω ξύπνιος, κρατώ απόσταση, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, δεν πλησιάζω, απασχολούμαι, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, μένω μακριά από κπ/κτ, έχω κπ/κτ κοντά μου, δεν απομακρύνομαι, μένω κοντά σε κπ/κτ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ, συνδέομαι με κπ, δεν χάνω τον έλεγχο, έχω υπό έλεγχο, δροσίζομαι, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, κρατώ κτ/κπ δροσερό, κρατώ κτ δροσερό, συνεχίζω ευθεία, κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου, κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο, μένω φρέσκος, παραμένω φρέσκος, διατηρούμαι φρέσκος, αποφεύγω να κάνω κτ, δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ, προστατεύω, συγκρατώ τα γέλια μου, συνεχίζω, φυλάω σκοπιά, κρατάω, κρατώ, δεν χάνω τις ελπίδες μου, κρατάω το νοικοκυριό, κρατάω το σπίτι, κρατάω τα βιβλία, ελέγχω, συγκρατώ, κρατάω επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο, κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτ, έχω στον νου μου, έχω στο νου μου κπ για κτ, κρατάω κτ κρυφό από κπ, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, μένω ενήμερος, κρατάω κπ ενήμερο, διασφαλίζω, περιφρουρώ, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, είμαι ο εαυτός μου, συνεχίζω έτσι, κινούμαι συνεχώς, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό, έχω τα μάτια μου ανοιχτά, δεν βγάζω, ελέγχω, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, απαγορεύεται η είσοδος, συμβαδίζω, συμβαδίζω, ενημερώνω, κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο, κρατάω το στόμα μου κλειστό, κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά, μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία, αποφεύγω κίνδυνο, προσέχω, κρατάω το σκορ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης keep firmly

φυλάω, κρατάω

transitive verb (save, retain) (διατηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't drink all the water. We need to keep some for tomorrow.
Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο.

κρατάω

transitive verb (not return) (δεν επιστρέφω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've decided to keep the bike instead of returning it to the store.
Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί.

φυλάω, κρατάω, διατηρώ

transitive verb (store) (αποθηκεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps the canned food in the basement.
Φυλάει την τροφή σε κονσέρβες στο υπόγειο.

έχω

transitive verb (animals: raise) (ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She has kept bees for over forty years.
Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.

κρατάω

transitive verb (put aside) (δεν χρησιμοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll keep some of this preserve for next summer.
Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.

έχω

transitive verb (UK (stock) (σε απόθεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No, we don't keep any foreign language books, but we could order this for you.
Όχι, δεν έχουμε ξενόγλωσσα βιβλία, μπορούμε όμως να το παραγγείλουμε για εσάς.

κρατάω

transitive verb (conserve) (συντηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's keep the rest of the coal for the really cold weather.
Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα.

κρατάω

transitive verb (reserve) (ρεζερβέ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keep those tables to one side for the managing director and his team.
Κράτησε αυτά τα τραπέζια σε μια άκρη για το διευθυντή και την ομάδα του.

διατηρώ, κρατάω

transitive verb (records: maintain, continue) (αρχείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps records of all expenses.
Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα.

συνεχίζω

intransitive verb (continue) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He kept working until six o'clock. The kitten kept playing with the fringe of the carpet.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα. Το γατάκι συνέχισε να παίζει με τα κρόσια του χαλιού.

κάστρο

noun (castle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The militia defended the city with bows and arrows from the keep.
Η πολιτοφυλακή υπερασπίστηκε την πόλη με τόξα και βέλη από το κάστρο.

φροντίδα, συντήρηση

noun (UK, dated (maintenance, cleaning) (δουλειές σπιτιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The maid was in charge of the keep of the house.
Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα του σπιτιού.

έξοδα

noun (subsistence)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He earned a hundred pounds a week, and gave fifty to his mother for his keep.
Έβγαζε εκατό λίρες την εβδομάδα και έδινε τις πενήντα στη μητέρα του για τα έξοδά του.

συνεχίζω, εξακολουθώ

intransitive verb (continue on a course) (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Columbus kept sailing east till he found land.
Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.

διατηρούμαι, αντέχω

intransitive verb (remain unspoiled) (φαγητό: δεν χαλάει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The meat will keep for weeks if frozen.
Το κρέας θα διατηρηθεί (or: θα αντέξει) για εβδομάδες αν μπει στην κατάψυξη.

μένω δεξιά, μένω αριστερά

(sign: stay on left, right)

The road sign said "keep left."

συντηρώ

transitive verb (support) (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He works long hours to keep her and her five children.
Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της.

φιλοξενώ, στεγάζω

transitive verb (UK (provide lodging) (παρέχω στέγη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps five lodgers in her little house.
Φιλοξενεί πέντε ενοίκους στο σπιτάκι της.

συνεχίζω

transitive verb (continue on) (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keep going straight and you will find the store.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

κρατάω, τηρώ

transitive verb (promise: fulfil) (μτφ: μια υπόσχεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unlike some people, I keep my promises.
Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου.

κρατάω

transitive verb (+ prep, adv: protect) (μτφ: προστατεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked hard to keep her children out of trouble.
Εργαζόταν σκληρά για να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από μπελάδες.

κρατάω

transitive verb (have custody of) (κηδεμονία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She kept the children after the divorce.
Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο.

κρατάω, κρατώ

transitive verb (detain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police kept the men all night for questioning.

ξεπερνώ

phrasal verb, intransitive (figurative (be first, outdo others) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προλαβαίνω

(figurative (manage in advance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jill is trying to keep ahead of the weeds in her garden.
Η Τζιλ προσπαθεί να προλαβαίνει τα αγριόχορτα στον κήπο της.

επιμένω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (continue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eva struggled at first, but kept at it, and passed her driving test at the first attempt.

κρατάω μακριά, κρατάω πίσω

phrasal verb, transitive, separable (prevent getting closer)

A fence around the racing track keeps spectators back.

κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (save)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a good idea to keep some money back for unexpected needs.

περιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (repress [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher asked the boys to keep the noise down.

δεν κάνω εμετό κτ

phrasal verb, transitive, separable (digest with difficulty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although my stomach was upset, I kept my breakfast down.

κρύβω

phrasal verb, transitive, separable (conceal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sara kept her diary hidden so that her little sister wouldn't read it.

συγκρατώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (repress, restrain: emotion, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim could barely keep his excitement in as he told us the news.

κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου

phrasal verb, transitive, separable (figurative (withhold, prevent from getting out)

Tania was bursting to tell Audrey the secret, but somehow she managed to keep it in.

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

phrasal verb, transitive, inseparable (do not walk on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please keep off the grass.
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

απέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (resist, not indulge in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He is an alcoholic, and it is a daily struggle for him to keep off the booze.
Είναι αλκοολικός και είναι καθημερινή μάχη γι' αυτόν το ν' απέχει απ' το ποτό.

εμμένω, επιμένω

phrasal verb, transitive, inseparable (persist: in doing [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why do you keep on talking after I've asked you to be quiet?
Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;

δεν μπαίνω

phrasal verb, intransitive (not enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A notice on the fence warned people to keep out.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλώ μην εισέρχεστε! Το οίκημα αποτελεί ιδιωτική περιουσία.

δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει

phrasal verb, transitive, separable (prevent from entering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A waterproof jacket will keep the rain out.
Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει.

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

phrasal verb, transitive, separable (avoid harm coming to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I promised to always keep you safe and I meant it. Would you keep my camera safe while I go for a swim, please?
Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα.

ελέγχω

verbal expression (informal (monitor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm keeping a check on his work to ensure that he's doing it right.

στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] attentively)

Parents of teenagers have to keep a close watch on everything they do.

πλεονεκτώ

verbal expression (figurative, informal (stay ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρατάω χαμηλό προφίλ

verbal expression (be inconspicuous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the argument I kept a low profile for a few days. Spies tend to keep a low profile to avoid attention.
Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή.

κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου

verbal expression (fulfil one's word)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you keep your promises? he asked her, after she vowed not to do it again.

κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή

verbal expression (figurative (remain stoic)

μένω σοβαρός

verbal expression (informal (look serious, avoid smiling) (έκφραση προσώπου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I couldn't keep a straight face when she said she was a virgin. It was difficult to keep a straight face when I played that prank on my coworkers.

είμαι ενημερωμένος για κτ

verbal expression (figurative (stay informed, updated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They read three newspapers daily to keep abreast of the news.

κρατάω λογιστικά βιβλία

intransitive verb (retain financial records)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All small businesses have to keep accounts for tax purposes.

μένω στη επιφάνεια

(not sink)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia managed to keep afloat by clinging to a log.

τα φέρνω βόλτα

(figurative (stay in business) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Business owners are struggling to keep afloat.

προηγούμαι

(literal (go in front)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διατηρώ ζωντανό

(figurative (maintain awareness or popularity of [sth]) (μεταφορικά)

The local press is doing its best to keep the issue alive.

έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ

verbal expression (informal (watch carefully) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When cooking soufflés, you need to keep an eye on them so they don't fall.
Όταν φτιάχνετε σουφλέ, πρέπει να τα έχετε τον νου σας για να μην ξεφουσκώσουν.

έχω το νου μου για

transitive verb (informal (remain vigilant for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's important to keep an eye out for dangerous snakes in the bush. Keep an eye out for a parking spot.
Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ.

είμαι ανοιχτόμυαλος

verbal expression (be willing to consider new ideas)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

verbal expression (figurative (prevent getting closer)

Vaccination is the most effective way to keep the flu at bay.

κρατάω κπ ξύπνιο

(prevent from sleeping)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Drinking coffee at night keeps me awake. The monster movie was so scary that it kept the children awake all night.

μένω ξύπνιος

verbal expression (refrain from sleeping)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The party was so boring that I had to struggle to keep awake. I could hardly keep awake during that boring lecture.

κρατώ απόσταση

(stay at a distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stephanie has measles, so If you don't want to catch it, keep away.

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

verbal expression (stay at a distance from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I keep away from people who are ill.
Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

(prevent from getting closer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are many things you can do to keep mosquitoes away.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια.

δεν πλησιάζω

intransitive verb (stay at distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A notice outside the monkeys' cage warns visitors to keep back.

απασχολούμαι

intransitive verb (informal (occupy oneself, find [sth] to do)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Since my daughter left for college, I keep busy by working in my garden. With the district manager in the store, everyone kept busy all day.

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

intransitive verb (remain composed)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He will try to make you angry but you must keep calm. Everyone, please keep calm until the police arrive!
Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία!

μένω μακριά από κπ/κτ

verbal expression (figurative, informal (avoid)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω κπ/κτ κοντά μου

(keep nearby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire decided to work from home so that she could keep her children close.

δεν απομακρύνομαι

(stay near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina told the twins to keep close as they crossed the busy road.

μένω κοντά σε κπ/κτ

verbal expression (stay near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Keep close to me when we're at the concert; I don't want you to get lost.

συνεχίζω, συνεχίζομαι

verbal expression (informal (be relentless)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The battle continued and the attacks kept coming.

κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ

(prevent being lonely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian has his dog to keep him company.

συνδέομαι με κπ

verbal expression (dated (lovers: court) (μεταφορικά)

Mary and Bob were keeping company before she met Jim.

δεν χάνω τον έλεγχο

verbal expression (stay calm and composed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω υπό έλεγχο

verbal expression (retain authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure you keep control of the situation, or we'll be in real trouble.

δροσίζομαι

(avoid getting hot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William was using a small electric fan to keep cool.

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

(figurative (remain calm)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Just keep cool, and act like you don't know anything.

κρατώ κτ/κπ δροσερό

(prevent getting hot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These plants don't like too much heat, so keep them cool by planting them in a partially shaded spot.
Αυτά τα φυτά δεν συμπαθούν την υπερβολική ζέστη. Φρόντισε, λοιπόν, να τα κρατάς δροσερά, φυτεύοντάς τα σε ημισκιερό μέρος.

κρατώ κτ δροσερό

(drink, etc.: chill)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gemma put the wine in the fridge to keep it cool.
Η Τζέμα έβαλε το κρασί στο ψυγείο, για να το κρατήσει δροσερό.

συνεχίζω ευθεία

intransitive verb (drive straight ahead) (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you see a hitchhiker, do you stop to pick him up or just keep driving?

κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου

intransitive verb (do physical exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like to keep fit by doing belly dance.
Μου αρέσει να κρατιέμαι σε φόρμα κάνοντας χορό της κοιλιάς.

κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο

(food: stop going stale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Packaging needs to keep the food fresh for as long as possible.

μένω φρέσκος, παραμένω φρέσκος, διατηρούμαι φρέσκος

(informal (food: not go stale)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Bananas will keep fresh in the freezer for up to three months.

αποφεύγω να κάνω κτ

(refrain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't keep from eating ice cream.

δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ

(prevent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The constant interruptions were keeping Alvin from doing his work.
Οι συνεχείς διακοπές εμπόδιζαν τον Άλβιν να κάνει τη δουλειά του.

προστατεύω

verbal expression (protect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor was ready to risk his life to keep his daughter from harm.

συγκρατώ τα γέλια μου

verbal expression (not laugh)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During that horrible performance, I could hardly keep from laughing.

συνεχίζω

verbal expression (persist, continue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Keep going, you're almost to the top of the hill.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

φυλάω σκοπιά

(watch, look out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω, κρατώ

verbal expression (informal (maintain one's grasp on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The child kept hold of his mother's hand as they crossed the road.

δεν χάνω τις ελπίδες μου

verbal expression (remain optimistic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We don't know if or when she'll come home. All we can do is keep hoping.

κρατάω το νοικοκυριό, κρατάω το σπίτι

(do housework) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
While she was sick, her sister kept house for her.

κρατάω τα βιβλία

(figurative (maintain accounts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since Brett kept house for the company, he was the first suspected of wrongdoing when the company was accused of fraud.

ελέγχω, συγκρατώ

verbal expression (control)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The European Central Bank has kept inflation in check.

κρατάω επαφή

verbal expression (stay in touch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My uncle and I stayed in contact after he moved to Australia.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (stay in touch with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
New technologies make it easy to keep in contact with your customers. I'm sorry you have to leave but please keep in contact.

κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο

verbal expression (control, make conform)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτ

verbal expression (make conform)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω στον νου μου

verbal expression (remember [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now, keep in mind that in May of 1929 the stock market hadn't crashed yet.
Mην ξεχνάτε, λοιπόν, ότι τον Μάιο του 1929 δεν είχε συμβεί ακόμα το κραχ του χρηματιστηρίου.

έχω στο νου μου κπ για κτ

verbal expression (consider [sb] for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you ever need a cleaner, keep me in mind.

κρατάω κτ κρυφό από κπ

verbal expression (figurative (not tell [sb] about [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was surprised by the party, because her friends kept her in the dark when planning it.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (informal (stay in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cousin Andrea kept in touch by sending packages from South America.
Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (informal (stay in contact with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Promise you'll keep in touch with us while you're away.
Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά.

μένω ενήμερος

(stay up to date)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κρατάω κπ ενήμερο

(update [sb] on progress, events)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

διασφαλίζω, περιφρουρώ

transitive verb (safeguard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

transitive verb (avoid harm coming to, prevent from breaking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tried to keep the cake intact until you arrived but I'm afraid my husband ate a piece while I wasn't looking.

είμαι ο εαυτός μου

verbal expression (slang (avoid affectation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω έτσι

verbal expression (informal (maintain at same pace or level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You got straight A's this term - keep it up! Good work, Alan - keep it up!
Πήρες σε όλα 'Α αυτό το τρίμηνο. Συνέχισε έτσι! Μπράβο Άλαν, συνέχισε έτσι!

κινούμαι συνεχώς

verbal expression (not stay still)

Some species of sharks have to keep moving to survive.

κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό

(informal (be silent)

Jack and Jill are keeping mum about their plans to marry.

έχω τα μάτια μου ανοιχτά

verbal expression (UK, dated (stay alert, be on the lookout) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν βγάζω

(continue to wear: clothing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I keep my shirt on when I'm at the beach, so I don't burn.

ελέγχω

verbal expression (figurative (limit, control [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος

verbal expression (stay focused)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Keep on task everyone; we're nearly finished now!

απαγορεύεται η είσοδος

interjection (written (sign: do not enter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Keep out!" a crudely painted sign on the gate warned.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μια ταμπέλα στην πόρτα του δωματίου της έφηβης κόρης μου έγραφε: «Απαγορεύεται η είσοδος».

συμβαδίζω

verbal expression (go as fast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John wasn't able to keep pace with the other runners.

συμβαδίζω

verbal expression (figurative (stay up to date) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can never keep pace with his favorite television shows.

ενημερώνω

verbal expression (informal (update regularly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll keep you posted on what's happening on Friday night.

κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο

transitive verb (prevent from making noise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please try to keep those children quiet - this is a house of prayer, not a playground! LIttle animals keep quiet until their predators are gone.

κρατάω το στόμα μου κλειστό

(person: say nothing) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I really didn't feel like arguing the point with the boss so I just kept quiet.

κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά

(informal (not reveal a secret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I tell you my secret, can I trust you to keep quiet?

μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία

intransitive verb (remain quiet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I really didn't feel like arguing the point with the boss so I just kept quiet.

αποφεύγω κίνδυνο, προσέχω

intransitive verb (stay out of danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Keep safe when swimming.

κρατάω το σκορ

(sport: record results)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please keep score for your team while Jim does the same for his team.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του keep firmly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.