Τι σημαίνει το course of action στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης course of action στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του course of action στο Αγγλικά.
Η λέξη course of action στο Αγγλικά σημαίνει διαδικασία,σειρά ενεργειών, πορεία, ροή, τροχιά, πορεία, πορεία, πρόοδος, μάθημα, πιάτο, πορεία, ρότα, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, κυλάω, κυλώ, στρώση από τούβλα, διασχίζω, κυνηγάω, κυνηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης course of action
διαδικασία,σειρά ενεργειώνnoun (procedure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The course of action chosen by her doctor was successful. |
πορείαnoun (direction of travel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The captain changed the ship's course. Ο καπετάνιος άλλαξε τη ρότα του πλοίου. |
ροήnoun (flow, path) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The river's course was straight. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλουν να αλλάξουν τον ρου του ποταμού. |
τροχιά, πορείαnoun (trajectory) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She traced the arrow's course through the air. Εντόπισε την τροχιά (or: πορεία) του βέλους στον αέρα. |
πορεία, πρόοδοςnoun (progress) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We're pleased with the course of this business. Είμαστε ικανοποιημένοι με την πρόοδο της επιχείρησης αυτής. |
μάθημαnoun (programme of study) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mr. Adams is teaching the course. Ο κ. Άνταμς διδάσκει το μάθημα. |
πιάτοnoun (part of a meal) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Are you ready for the main course? Είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο; |
πορεία, ρόταnoun (figurative (path of action) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's hard to know which course to take in life. Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή. |
κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα(water, blood: move quickly) (μέσα από κτ, μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The water coursed through the canals. Terrified, Neil could feel the blood coursing in his veins. Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του. |
κυλάω, κυλώ(liquids: flow down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tears were coursing down the cheeks of the mourners as they stood at the graveside. The waterfall coursed down the rocks into the pool below. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα των πενθούντων καθώς στέκονταν δίπλα στον τάφο. Ο καταρράκτης έτρεχε πάνω στα βράχια και μέσα στη λίμνη που βρίσκονταν από κάτω. |
στρώση από τούβλαnoun (wall: one layer of bricks) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In housebuilding, bricks are laid in courses. |
διασχίζωtransitive verb (traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He coursed the wide plains, thinking of home. |
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (chase, hunt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hunters coursed the hare with their dogs. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του course of action στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του course of action
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.