Τι σημαίνει το comply with στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comply with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comply with στο Αγγλικά.

Η λέξη comply with στο Αγγλικά σημαίνει συμμορφώνομαι, συμμορφώνομαι, συμμορφώνομαι με κτ, συμμορφώνομαι με τις εντολές κπ, δεν υπακούω, δεν συμμορφώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comply with

συμμορφώνομαι

intransitive verb (meet requirements)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you refuse to comply, you run the risk of incurring a penalty.
Αν αρνηθείς να συμμορφωθείς, διατρέχεις κίνδυνο να σου επιβληθεί ποινή.

συμμορφώνομαι

intransitive verb (do as told)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After hours of questioning by the police, the suspect complied.
Μετά από ώρες ανάκρισης από την αστυνομία, ο ύποπτος συμμορφώθηκε.

συμμορφώνομαι με κτ

(go along with, obey)

Lawyers have to strictly comply with the rules of professional conduct.
Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας.

συμμορφώνομαι με τις εντολές κπ

verbal expression (obey [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The journalist failed to comply with the judge's orders to reveal his sources.

δεν υπακούω, δεν συμμορφώνομαι

transitive verb (not obey, not conform to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you fail to comply with local building codes, you could be fined.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comply with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.